Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ασχοληθήκαμε με τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση εταιρικής αγωγής-όταν το ΔΣ αδρανεί ή την αρνείται. Μας απασχόλησαν ο σκοπός της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης (άρ. 105, ν. 4548/23) καθώς και οι προϋποθέσεις διορισμού ειδικού εκπροσώπου. Το δικαστήριο είναι αυτό που θα αποφασίσει, τελικά, επί της σχετικής αίτησης, να ορίσει τον ειδικό εκπρόσωπο, τις εξουσίες που θα του ανατεθούν καθώς και τα όρια των τελευταίων. Περί αυτών το παρόν…
Δικαστική Απόφαση Επί Της Αίτησης Των Μετόχων
Κριτήρια Αποδοχής (Ή Μη)
Ύστερα από την υποβολή της αίτησης για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου εκ μέρους των (πλειοψηφούντων ή, κατά περίπτωση, μειοψηφούντων) μετόχων της εταιρείας, το δικαστήριο καλείται να αποφανθεί σχετικά.
Όπως γινόταν δεκτό και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, η αποδοχή της αίτησης διορισμού δεν προϋποθέτει την απόδειξη (ή πιθανολόγηση) της θεμελίωσης των αξιώσεων αποζημίωσης κατά των μελών του ΔΣ. Αντίθετα, για την αποδοχή της (ή μη), εξετάζεται η συνδρομή έστω και μιας από τις περιοριστικά απαριθμούμενες, τυπικές προϋποθέσεις (άρ. 105 §1 εδ. α΄-ε΄).
Υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, δεν εξεταζόταν, ούτε η σκοπιμότητα διορισμού ειδικού εκπροσώπου και αν τούτη αποσκοπούσε στο συμφέρον της εταιρεία (ΕφΑθ 44/2008, 83/2012 ΠολΠρωτΑθ, 316/2010 ΠολΠρωτΛαρ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παρότι, όμως, το κριτήριο του εταιρικού συμφέροντος συνιστά μια επιχειρηματική κρίση της εταιρείας, έκρινε αναγκαία ο νομοθέτης, υπό το ισχύον καθεστώς, την εξέταση του εν λόγω κριτηρίου.
Υπέρτερο Εταιρικό Συμφέρον
Ειδικότερα, όπως ρητά προβλέπεται (άρ. 105 §2 εδ. β΄ – και αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση επί του άρθρου αυτού): «…το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων και ορίζει ειδικό εκπρόσωπο, εφόσον δε συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του ΔΣ.». Συνεπώς, παύει να ισχύει η παραδοχή ότι η σκοπιμότητα άσκησης της εταιρικής αγωγής δεν επηρεάζει τη δικαστική κρίση για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου. Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων και ορίζει ειδικό εκπρόσωπο, εφόσον δεν συντρέχει (προφανώς) υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας, που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των (υπαίτιων) μελών του διοικητικού συμβουλίου.
Αντίθετα, υφίσταται υποχρέωση του δικαστή να μην κάνει δεκτές αιτήσεις όταν κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι υπέρτερου εταιρικού συμφέροντος.
Το δικαστήριο καλείται, αρχικά, να σταθμίσει τη σχέση κόστους-οφέλους ως προς την άσκηση της εταιρικής αγωγής. Έπειτα, αν από τον έλεγχο αυτό προκύψει, αναμφίβολα, πως συντρέχει υπέρτερο εταιρικό συμφέρον για τη μη άσκηση της εν λόγω αγωγής, υποχρεούται να αρνηθεί τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου. Αρκεί η μη διεξαγωγή της δίκης να αποτελεί μέτρο πρόσφορο και αναγκαίο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της εταιρείας (:έλεγχος αναλογικότητας). Αυτονοήτως, το δικαστήριο πρέπει σε εξαιρετικές, μόνον, περιπτώσεις να λαμβάνει κατ’ ουσίαν επιχειρηματικές αποφάσεις: περιοριστικά, μάλιστα, στην περίπτωση που πρόδηλο προκύπτει το πόρισμα από την προαναφερθείσα στάθμιση κόστους-οφέλους.
Το κριτήριο του υπέρτερου εταιρικού συμφέροντος επικαλείται δικαστικά εκείνος επιδιώκει την μη άσκηση της εταιρικής αγωγής (λ.χ. ο κατονομαζόμενος, επί της αίτησης του άρθρου 104, σύμβουλος).
Περιεχόμενο
Η απόφαση του δικαστηρίου για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου αναφέρει (επί αποδοχής της συναφούς αίτησης) και τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων θεμελιώνεται ευθύνη μελών του ΔΣ. Ο ειδικός εκπρόσωπος, όπως εν συνεχεία θα αναλυθεί, δεσμεύεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του από την συγκεκριμένη, διαμορφούμενη ιστορική βάση.
Ο Ειδικός Εκπρόσωπος
Εφόσον το δικαστήριο αποφασίσει τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου, προβαίνει, κατά την απόλυτη κρίση του, στην επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου.
Τούτο σημαίνει ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τυχόν συμπερίληψη πρότασης στην αίτηση των μετόχων συγκεκριμένου προσώπου ως ειδικού εκπροσώπου (άρ. 105 §3 εδ. β΄). Δικαιούται, αντίθετα, να επιλέξει οποιοδήποτε πρόσωπο αξιολογήσει ως κατάλληλο-με την προϋπόθεση ότι φέρει ικανότητα δικαστικής παράστασης. Το αρμόδιο δικαστήριο ορίζει ως ειδικό εκπρόσωπο, συνήθως, έναν από τους αιτούντες μετόχους. Δεν αποκλείεται, όμως, να ορίσει και τρίτο πρόσωπο (μέτοχο ή μη – άρ. 105 §3 εδ. α΄).
Σε κάποιες (περίπλοκες, ασυνήθεις ή ειδικών συνθηκών) περιπτώσεις, γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διορίσει και περισσότερους ειδικούς εκπροσώπους (:τούτο, μολονότι ο νέος νόμος αναφέρεται σε «ειδικό εκπρόσωπο» και όχι σε διορισμό «ειδικών εκπροσώπων», όπως ο προϋφιστάμενος νόμος). Αναγκαίος προκύπτει, στην περίπτωση αυτή, ο σαφής καθορισμός των αρμοδιοτήτων καθενός από τους ειδικούς εκπροσώπους: θα ενεργούν, λ.χ, από κοινού ή κατά μόνας;
Η απόφαση, τέλος, του δικαστηρίου μπορεί να ορίζει και αναπληρωτή ειδικό εκπρόσωπο (άρ. 105 §3 in fine). Τούτο αποσκοπεί, σαφώς, στην πρόληψη περιπτώσεων έκπτωσης από το εν λόγω αξίωμα, παραίτησης ή θανάτου του ειδικού εκπροσώπου.
Εξουσίες Ειδικού Εκπροσώπου
Ειδική και μόνη εξουσία του ειδικού εκπροσώπου συνιστά η άσκηση εταιρικής αγωγής (και η διεξαγωγή της σχετικής δίκης) με σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας. Ζημία που προκλήθηκε από υπαίτια πράξη ή παράλειψη (πρώην-νυν ή/και υποκαταστάτων-άρ. 102 §1) μελών του ΔΣ. Η σχετική εξουσία του διαρκεί έως την αμετάκλητη περάτωση της σχετικής δίκης (άρ. 105 §4 εδ. α΄).
Στο πλαίσιο άσκησης της εταιρικής αγωγής και της (επικείμενης) δίκης, ο ειδικός εκπρόσωπος δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση ορισμού του, όσον αφορά την ιστορική βάση που θα διερευνήσει για την άσκηση της αγωγής (άρ. 105 §5 εδ. α΄). Η δέσμευση αυτή, ωστόσο, δεν τον εμποδίζει από το να αναπτύξει ελεύθερα τους ισχυρισμούς του ως προς τη νομική βάση, την υπαιτιότητα ή την αιτιώδη συνάφεια καθώς και να προσδιορίσει την έκταση των αξιώσεων της ΑΕ (άρ. 105 §5 εδ. β΄). Ακόμη, έχει την ευχέρεια να στρέψει την αγωγή κατά όποιων συμβούλων κρίνει απαραίτητο. Αρκεί τούτοι να κατονομάζονται (έστω μεταξύ άλλων) στην αίτηση των μετόχων.
Εκ περισσού να σημειωθεί πως ο ειδικός εκπρόσωπος δεν δεσμεύεται, εύλογα-δεδομένων των συνθηκών διορισμού του, από υποδείξεις οργάνων της εταιρείας (της ΓΣ ή του ΔΣ συμπεριλαμβανομένων). Ούτε, όμως, από τις υποδείξεις και τις οδηγίες εκείνων που ζήτησαν την άσκηση της εταιρικής αγωγής (άρ. 104 §1) ή αιτήθηκαν το διορισμό ειδικού εκπροσώπου (άρ. 105 §1).
Κατά την άσκηση της ως άνω εξουσίας του, ο ειδικός εκπρόσωπος δικαιούται, εν τέλει, να μην προβεί σε άσκηση της εταιρικής αγωγής. Τούτο, αφού προβεί σε νομική αξιολόγηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και σε εκτίμηση της βασιμότητάς της. Η σχετική του κρίση είναι νομική˙ δεν δικαιούται, όμως, να υπεισέλθει σε στάθμιση του εταιρικού συμφέροντος.
Συνεπώς, εφόσον ο ειδικός εκπρόσωπος κρίνει ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να ευοδωθεί η εταιρική αγωγή, μπορεί να μην την ασκήσει. Προς την παραδοχή αυτή συνηγορεί και η πρόβλεψη του νόμου ότι ο ειδικός εκπρόσωπος αν δεν ασκήσει την εταιρική αγωγή και γνωστοποιήσει τούτο στους αιτούντες μετόχους, δεν υπέχει ευθύνη προς αποζημίωση (άρ. 105 §6).
Στην περίπτωση που ο ειδικός εκπρόσωπος δεν ασκήσει, κατά τα άνω, την εταιρική αγωγή, οι ενδιαφερόμενοι μέτοχοι μπορούν να επανέλθουν με νέα αίτηση άσκησης εταιρικής αγωγής προς το ΔΣ (άρ. 105 §6 εδ. β΄-ήτοι όχι εξαρχής με νέα αίτηση διορισμού ειδικού εκπροσώπου).
Όρια Εξουσίας Ειδικού Εκπροσώπου
Η εξουσία του ειδικού εκπροσώπου να εκπροσωπεί, κατ’ αποκλειστικότητα, την εταιρεία για τις ανάγκες της εταιρικής δίκης δεν είναι απεριόριστη. Ήδη επισημάνθηκε ότι αυτός δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση για τον ορισμό του όσον αφορά την ιστορική βάση της αγωγής που θα ασκήσει. Κατά τη νομολογία, όμως, συγκεκριμένες ενέργειες εκφεύγουν των ορίων της εξουσίας του.
Συγκεκριμένα, έχει γίνει δεκτό ότι ο ειδικός εκπρόσωπος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει ασφαλιστικά μέτρα για τη συντηρητική κατάσχεση περιουσίας μελών του ΔΣ. Ούτε, αντίστοιχα, αίτηση διορισμού προσωρινής διοίκησης της εταιρείας (189/2018 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αρκεί, κατά τις αποφάσεις της κατηγορίας αυτής, ότι οι εν λόγω αιτήσεις ασκήθηκαν με σκοπό την εξυπηρέτηση της εταιρικής αγωγής και την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας. Αναφορικά, πάντως, με την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων έχει γίνει δεκτή και η αντίθετη θέση (177/2019 ΜΠρωτΒoλ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κρίθηκε, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης παραδοχής, πως νομιμοποιείται σε άσκηση ασφαλιστικών μέτρων ο ειδικός εκπρόσωπος (ενόψει της δίκης της εταιρικής αγωγής)-εφόσον με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η διασφάλιση της αξίωσης της επικείμενης δίκης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, απαιτείται η λήψη των ασφαλιστικών μέτρων να συνιστά λύση πρόσφορη και αναγκαία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εταιρείας. Και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, όμως, δεν είναι δεδομένο ότι το δικαστήριο θα θεωρήσει παραδεκτή την αίτηση του ειδικού εκπροσώπου.
Το αρμόδιο δικαστήριο θα κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου-εφόσον συντρέχουν οι, κατά το νόμο, τυπικές προϋποθέσεις. Θα προηγηθεί, όμως, μια άλλη, ιδιαίτερα σημαντική, αξιολόγηση: περί της συνδρομής (ή μη) υπέρτερου εταιρικού συμφέροντος που να δικαιολογεί τη μη άσκηση εταιρικής αγωγής. Σε αρνητική περίπτωση θα πρέπει να απορρίψει τη σχετική αίτηση. Εφόσον, όμως, την κάνει αποδεκτή θα ορίσει τον ειδικό εκπρόσωπο (ένα ή περισσότερους) και τις εξουσίες του. Εκείνος που θα οριστεί ως τέτοιος δικαιούται (παρ’ ότι ουσιαστικά επικίνδυνο) να μην ασκήσει την εταιρική αγωγή όταν αξιολογήσει την έλλειψη νομικής βάσης των αξιώσεων της εταιρείας. Οι τελευταίες, πάντως, δεν είναι απαράγραπτες. Επίσης: οι υποχρεώσεις του ειδικού εκπροσώπου δεν περιορίζονται σε όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Για τα θέματα αυτά, όπως εξάλλου και τα σχετικά με την αμοιβή και αντικατάσταση του ειδικού εκπροσώπου, θα ασχοληθούμε σε επόμενη αρθρογραφία μας.
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Ιουνίου 2023.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.