Ολοένα και πιο έντονη γίνεται η συζήτηση, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα (αντίστοιχα και οι αντιδράσεις), επί του νομοσχεδίου για την εκτεταμένη αλλά και σημαντική αναμόρφωση του εργατικού δικαίου-η διαβούλευση επί του οποίου ολοκληρώθηκε απολύτως πρόσφατα (:27 Μαΐου 2021). Μεταξύ των θεμάτων που πραγματεύεται είναι κι εκείνα που αφορούν τον χρόνο εργασίας και την καταγραφή του. Τα σχετικά, χρονικά, όρια μας έχουν απασχολήσει, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Με αφορμή το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου αξίζει να ρίξουμε μια ειδικότερη ματιά στα σχετικά θέματα, υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας αλλά και όσων σήμερα ισχύουν στη χώρα μας.
Η Οδηγία 2003/88 για τα χρονικά όρια εργασίας
Γενικά
Η Οδηγία 2003/88 αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας και στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία. Επιτάσσει να διατίθενται επαρκείς περίοδοι ανάπαυσης για τους εργαζομένους (Σκέψη 5).
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Οδηγία αυτή προχωρά σε πολύ συγκεκριμένο προσδιορισμό των ελάχιστων περιόδων ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Επίσης: των μεγίστων ορίων του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Αντίθετα, εξ αντιδιαστολής προκύπτουν τα ανώτατα ημερήσια χρονικά όρια της εργασίας.
Τα χρονικά όρια εργασίας
Ειδικότερα, ως προς τα ελάχιστα χρονικά όρια ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, η συγκεκριμένη Οδηγία προβλέπει ότι:
Με περίοδο αναφοράς το εικοσιτετράωρο: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του (ανά 24ωρο) ανάπαυση ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συνεχών ωρών (άρθρο 3).
Με περίοδο αναφοράς την εβδομάδα: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να διαθέτει, ανά 7ήμερο, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων ωρών. Στο συγκεκριμένο 24ωρο προστίθενται και οι ένδεκα ώρες της (ελάχιστης) ημερήσιας ανάπαυσης (άρθρο 5 §1).
Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι το ημερήσιο ωράριο δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τις δεκατρείς ώρες.
Παράλληλα, η εν λόγω Οδηγία ρητά όρισε πως σε διάστημα επτά (7) ημερών, ο χρόνος εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, κατά μέσο όρο, τις 48 ώρες (συµπεριλαµβανοµένων, μάλιστα, των υπερωριών – άρθρο 6 περ. β΄).
Η επιβολή υποχρεώσεων στα κράτη-μέλη
Η συγκεκριμένη Οδηγία επιτάσσει στα κράτη-μέλη να συμμορφώνονται με τις ελάχιστες προδιαγραφές της, ως προς τον ελάχιστο χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και τον ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας. Δεν προσδιορίζει, ωστόσο, τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη-μέλη θα διασφαλίσουν τις προβλέψεις της, ο οποίος εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια. Με βάση το «γράμμα» της Οδηγίας, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να προβούν στη λήψη των «αναγκαίων μέτρων», ώστε να είναι συμβατά με τα ελάχιστα όρια προστασίας που θέτει στο σύνολό της η εν λόγω Οδηγία.
Οι επιταγές του ΔΕΕ – Η καταγραφή του ημερήσιου χρόνου εργασίας
Η διακριτική ευχέρεια, ωστόσο, των κρατών-μελών και το όριό της για τη λήψη των «αναγκαίων μέτρων» κρίνεται και περιορίζεται από το ΔΕΕ. Οι εθνικές προβλέψεις του κάθε κράτους-μέλους δεν είναι δυνατό να καθιστούν γράμμα κενό τις διατάξεις της ελάχιστης προστασίας, που θέτει η Οδηγία 2003/88 (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 43).
Το ΔΕΕ επίσης δέχεται, αυτονόητα, ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να εγγυώνται την τήρηση των ανωτέρω, ελάχιστων, περιόδων αναπαύσεως. Επίσης, να εμποδίζουν κάθε υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης Οδηγίας (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 43).
Το ΔΕΕ δέχεται, επιπλέον, ότι η Οδηγία 2003/88 δεν ορίζει τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τις ανωτέρω εγγυήσεις. Δέχεται, ωστόσο, ότι, παρά το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών, τα τελευταία οφείλουν να εγγυώνται την πλήρη και πρακτική αποτελεσματικότητα των ελάχιστων προδιαγραφών της Οδηγίας. Με άλλα λόγια: να διασφαλίζουν, πράγματι, στους εργαζομένους τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και την τήρηση του ανώτατου ορίου μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας (Υποθέσεις: C-14/04, Σκέψη 53, C‑484/04, Σκέψεις 39 και 40, C-243/09, Σκέψη 64).
Στο ίδιο, ανωτέρω, πλαίσιο, το ΔΕΕ επιτάσσει ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 2003/88, τα κράτη-μέλη οφείλουν να επιβάλλουν στους εργοδότες την υποχρέωση να εφαρμόζουν αντικειμενικό, αξιόπιστο και ευχερώς προσβάσιμο σύστημα μετρήσεως του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 60). Αντίθετα, δέχεται ότι η υποχρέωση καταγραφής μόνο των ωρών υπερωριακής απασχολήσεως δεν επιτυγχάνει τον σκοπό της Οδηγίας και δεν είναι συμβατή με αυτή (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 52).
Το εθνικό μας δίκαιο – Η κάρτα εργασίας
Οι υποχρεώσεις του εργοδότη
Στο εθνικό μας δίκαιο είναι γνωστό ότι δεν βρίσκεται σε ισχύ, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αντίστοιχη υποχρέωση καταγραφής του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου.
Ο εργοδότης, ειδικότερα, υποχρεούται να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ (άρθρο 36 παρ. 1 ν. 4488/2017):
(α) Κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους),
(β) την υπερεργασία και
(γ) τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση.
Η υποχρέωση καταγραφής του χρόνου εργασίας στη χώρα μας περιορίζεται, συνεπώς, στην καταγραφή στο ΕΡΓΑΝΗ της (νόμιμης) υπέρβασης των χρονικών ορίων εργασίας. Συνεπώς, η Ελλάδα οφείλει, βάσει του ενωσιακού δικαίου, να προβεί στη θέσπιση ενός συστήματος καταγραφής του συνολικού χρόνου ημερήσιας εργασίας κάθε εργαζομένου. Η επιλογή του συστήματος καταγραφής εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του κράτους-μέλους. Ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρει αν θα είναι σε ψηφιακό ή υλικό φορέα.
Η (δεκαετής) συζήτηση για την κάρτα εργασίας
Παρά τη μη θέση σε ισχύ συστήματος καταγραφής του συνολικού χρόνου ημερήσιας εργασίας στο εθνικό μας δίκαιο, η θεσμοθέτηση της κάρτας εργασίας έχει λάβει χώρα προ δεκαετίας.
Ειδικότερα, ο ν. 3996/2011 προβλέπει ότι «Με ευθύνη των επιχειρήσεων ενημερώνεται καθημερινά και σε πραγματικό χρόνο το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για το χρόνο εργασίας, την ώρα προσέλευσης και αποχώρησης των εργαζομένων της επιχείρησης οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Η διαδικασία αυτή γίνεται με τη χρήση κάρτας εργασίας σε ηλεκτρονικό ρολόι παρουσίας προσωπικού (ωρομέτρηση) και τα στοιχεία διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ή άλλο τρόπο στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ…» (άρθρο 26 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄).
Ωστόσο, η ως άνω διάταξη δεν έχει εφαρμοσθεί. Συγκεκριμένα, ποτέ δεν εκδόθηκε η αναγκαία ΥΑ, η οποία θα προέβαινε σε καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών για την υλοποίηση της πρόβλεψης σχετικά με την κάρτα εργασίας. Επιπλέον, ουδέποτε ολοκληρώθηκε η μελέτη δημοσιονομικής σκοπιμότητας, που προβλεπόταν για την υλοποίηση του συγκεκριμένου μέτρου (άρθρο 26 παρ. 6 ν. 3996/2011).
Στη συνέχεια, με τον ν. 4144/2013, προβλέφθηκε ότι: «Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους, καθώς και την υπερεργασία και τη νόμιμη κατά την ισχύουσα νομοθεσία υπερωριακή απασχόληση πριν την έναρξη πραγματοποίησής της» (άρθρο 80 παρ. 1 περ. α).
Το σχέδιο νόμου
Η (εκ νέου) πρόβλεψη της κάρτας εργασίας
Στο σχέδιο νόμου που εισαγωγικά αναφέρθηκε προβλέπεται, μεταξύ των λοιπών ρυθμίσεων, και η θεσμοθέτηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας (άρθρο 74 ΣχΝ). Ορίζεται, συγκεκριμένα, πως οι «Επιχειρήσεις – εργοδότες υποχρεούνται να διαθέτουν και να λειτουργούν ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων τους, άμεσα συνδεδεμένο και διαλειτουργικό, σε πραγματικό χρόνο, με το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» (άρθρο 74 παρ. 1 ΣχΝ).
«Η μέτρηση του χρόνου εργασίας πραγματοποιείται με τη χρήση ψηφιακής κάρτας εργασίας. Με τη χρήση της, καταγράφεται σε πραγματικό χρόνο στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ κάθε μεταβολή που αφορά στον χρόνο εργασίας των εργαζομένων, όπως ιδίως, η ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας, το διάλειμμα, η υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου εργασίας και κάθε είδους άδεια» (άρθρο 74 παρ. 2 ΣχΝ).
Οι προβληματισμοί
Η παραπάνω πρόβλεψη της ψηφιακής κάρτας εργασίας φαίνεται, καταρχάς, συμβατή με της επιταγές του ΔΕΕ. Προκύπτουν, ωστόσο, συγκεκριμένοι προβληματισμοί όσον αφορά την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου. Σχετίζονται, κατά βάση, (και) με τα εκκρεμή ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν με τις προβλεπόμενες προς έκδοση Υπουργικές Αποφάσεις. Μεταξύ άλλων εκείνα που αφορούν: (α) την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας (άρθρο 79 παρ. 1 ΣχΝ), (β) την προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 79 παρ. 2 ΣχΝ), (γ) τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων (κλάδος, μέγεθος, είδος) στις οποίες θα εφαρμοστεί το σύστημα της ψηφιακής κάρτας εργασίας και (δ) τους εργαζόμενους που θα εμπίπτουν στην κατηγορία των διευθυνόντων υπαλλήλων (άρθρο 79 παρ. 4 ΣχΝ).
Τέλος, ιδιαίτεροι προβληματισμοί δημιουργούνται σχετικά με τις συνέπειες που δημιουργούνται όταν ο εργαζόμενος παραλείψει, από παραδρομή, την υποχρεωτική καταγραφή (γιατί ξέχασε, λ.χ., να «περάσει» την ψηφιακή κάρτα από το καταγραφικό).
Στο ΣχΝ προβλέπεται ότι «Εάν, κατά τον επιτόπιο έλεγχο σε επιχείρηση, διαπιστωθεί ότι η ψηφιακή κάρτα εργαζόμενου δεν είναι ενεργοποιημένη, επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ ανά εργαζόμενο που δεν έχει ενεργοποιημένη ψηφιακή κάρτα. Σε περίπτωση που σε τρεις ελέγχους, εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών, διαπιστωθεί η παράβαση της παρούσας επιβάλλεται προσωρινή διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών. (άρθρο 74 §4 ΣχΝ).
Το πρόστιμο των 10.500€ προβλέπεται, ήδη, στις περιπτώσεις διαπίστωσης τυχόν αδήλωτης εργασίας. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που κατά τον επιτόπιο έλεγχο προβλέπονται αποκλίσεις μεταξύ του πίνακα προσωπικού σε συγκεκριμένη ημέρα και των (δηλωμένων) εργαζομένων, τα πρόστιμα που επιφυλάσσονται είναι πολύ μικρότερα.
Μοιάζει, λοιπόν, στερούμενη λογικής η εξομοίωση του προστίμου για την αδήλωτη εργασία με την τυχόν περίπτωση (ακουσίου) λάθους καταγραφής του ημερήσιου ωραρίου εργαζομένου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει σαφής προσδιορισμός της περίπτωσης «της μη ενεργοποιημένης κάρτας». Δεν είναι δυνατό να επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση στην περίπτωση εκείνη που η ψηφιακή κάρτα εργασίας δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ από εργαζόμενο συγκεκριμένης επιχείρησης, με την περίπτωση εκείνη που σε συγκεκριμένη ημέρα ο εργαζόμενος, από παραδρομή, δεν την ενεργοποίησε.
Ο Έλληνας νομοθέτης επέδειξε προφανή, μέχρι σήμερα, ατολμία όσων προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα χρονικά όρια εργασίας. Επίσης, για την εφαρμογή των μέτρων εκείνων που ο ίδιος θέσπισε για την επιβεβαίωση των χρονικών ορίων εργασίας (:κάρτα εργασίας).
Ήρθε, ήδη, η ώρα αφενός μεν να ευθυγραμμισθεί με τις σχετικές κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αφετέρου να υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή της.
Ας ελπίσουμε πως το νομοσχέδιο που, εν τέλει, θα ψηφιστεί θα καταφέρει να επιτύχει την αναγκαία ισορροπία (και όσον αφορά τα χρονικά όρια εργασίας) ανάμεσα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία, τα δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και, αυτονοήτως, την υποβοήθηση της επιχειρηματικότητας.-
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Ιουνίου 2021.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.