Με το άρθρο αυτό ολοκληρώνεται μια ενότητα αρθρογραφίας που σκοπό είχε την καλύτερη κατανόηση του νέου «πτωχευτικού» νόμου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε από τις βασικές πρόνοιες και καινοτομίες του, την αναγκαιότητα, το ρυθμιστικό πεδίο και τη σημασία του. Προχωρήσαμε στις επιμέρους προβλέψεις του. Πρώτος σταθμός μας: η έγκαιρη προειδοποίηση. Ακολούθησε ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών και η διαδικασία της εξυγίανσης.
Κλείνουμε, προσώρας, με αυτό που λογικώς αναμένουμε από κάθε πτωχευτικό νόμο (και που, εν τέλει, δεν αποτελεί, εν προκειμένω, παρά μόνον μία ενότητά του): την πτώχευση (: άρθρα 75 έως 211 του ν. 4738/2020).
Είναι προφανές πως η εξαντλητική παρουσίαση των εκατόν τριάντα έξι (136) άρθρων εκφεύγει των σκοπών και ορίων του παρόντος. Περιοριζόμαστε, ως εκ τούτου, στα κρισιμότερα: στην ανάδειξη, δηλαδή, της βούλησης του νομοθέτη όσον αφορά τον σκοπό της πτώχευσης και, συνακόλουθα, των μέσων επίτευξής του.
Περί σκοπού και μέσων
Ως «προγραμματικός» σκοπός της πτώχευσης εξαγγέλλεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη. Με ποια, όμως, μέσα εξυπηρετείται;
Η ρευστοποίηση ως μέσο συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών
Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος αναδεικνύει πλέον τη ρευστοποίηση ως μόνη και αποκλειστική δυνατότητα εξέλιξης της πτώχευσης.
Αντίθετα, ο Πτωχευτικός Κώδικας, μετά την πολυεπίπεδη τροποποίηση που υπέστη-ιδίως 2016, προέβλεπε την ισοδύναμη εναλλακτική δυνατότητα του σχεδίου (ενδοπτωχευτικής)_ αναδιοργάνωσης και την ικανοποίηση των πιστωτών με τη διατήρηση της επιχείρησης. Οι πιστωτές μπορούσαν να επιλέξουν τον έναν (ρευστοποίηση) ή τον άλλο δρόμο (διατήρηση επιχείρησης). Τούτο άλλωστε ήταν συνεπές με την επιλογή του, μεταξύ άλλων, για, «α) τη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ιδίως με τη συνέχιση ή την αναδιοργάνωση τα επιχείρησης όταν αυτό είναι επωφελές για τους πιστωτές, β) την εξισορρόπηση μεταξύ εκκαθάρισης της πτωχευτικής περιουσίας και αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη».
Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος, αντίθετα, στοχεύει ρητά και αποκλειστικά, στην άμεση ρευστοποίηση, μέσω της οποίας αναμένεται να επιτευχθεί η «ταχεία επιστροφή παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις». Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος στερεί, δηλαδή, από πιστωτές και οφειλέτη, το δικαίωμα να επιλέξουν την ανόρθωση της επιχείρησής του και να τερματίσουν, με τον τρόπο αυτό, την κηρυχθείσα πτώχευση. (Όπως, αναλογικά, θα επιχειρούσαν να αποτρέψουν την πτώχευση κατά το προπτωχευτικό στάδιο της εξυγίανσης και στο πλαίσιο της γνωστής διαδικασίας/οικείας διεξόδου του «άρθρου 99»).
Ο νομοθέτης επέλεξε λοιπόν να μην εμπιστευθεί (και περαιτέρω βελτιώσει) τον θεσμό της αναδιοργάνωσης της επιχείρησης μέσα στην πτώχευση. Επέλεξε, αντίθετα, να τον καταργήσει. Ισχυρό, υποθέτουμε, επιχείρημα ο μικρός αριθμός σχεδίων αναδιοργάνωσης που αποδείχθηκαν ικανά να τελεσφορήσουν στη διάρκεια του χρόνου. Ωστόσο, δεν αντέδρασε με τον ίδιο (δραστικό) τρόπο (και ορθά) με άλλους χαμηλής (μέχρι σήμερα) αποτελεσματικότητας θεσμούς. Επιχείρησε, για παράδειγμα, να βελτιώσει (και να μην καταργήσει) τον εξωδικαστικό μηχανισμό και να καθιερώσει έτσι έναν οριζόντιο «πτωχευτικό» δίκαιο του αυτοματισμού και της πλατφόρμας.
Επιπρόσθετα: ο νομοθέτης δεν επέλεξε να αντικαταστήσει τον θεσμό της (ενδοπτωχευτικής) αναδιοργάνωσης με άλλον ομόρροπο. Τούτο αποδεικνύει την επι-στροφή σε μια αμιγώς οικονομική πρόσληψη του πτωχευτικού φαινομένου, αποψιλωμένη από τις ιδιάζουσες κοινωνικές και άλλες συνδηλώσεις του.
Είναι γνωστό πως ο σκοπός του νόμου αποτελεί παραδοσιακό εργαλείο ερμηνείας στα χέρια του εφαρμοστή του. Γίνεται, στο πλαίσιο αυτό, αντιληπτό πως η συγκεκριμένη μετατόπιση (:οπισθοδρόμηση) ενδέχεται να αποκτήσει ιδιαίτερη αξία στο επίπεδο της δικαστικής κρίσης.
Η ρευστοποίηση ως μέσο
Στο πλαίσιο του νέου «πτωχευτικού» νόμου, ο σύνδικος (τον οποίο έχει δικαίωμα να υποδείξει ο πιστωτής) προβαίνει «αμελλητί» στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη. Αρκεί, απλώς, να έχει ολοκληρώσει την απογραφή του (ενεργητικού).
Μετά (δε) την ολοκλήρωση της απογραφής (και) του παθητικού («εξέλεγξη πιστώσεων»), ο σύνδικος προβαίνει στη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού στους πιστωτές.
Η «καινοτομία» λοιπόν του νέου νόμου έγκειται στο εξής: ο σύνδικος μπορεί να προχωρήσει ταχύτατα στη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη, ενώ ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων σε βάρος του. Τη στιγμή μάλιστα που η τελευταία έχει απλουστευθεί σε σημαντικό βαθμό με τον νέο νόμο. Είναι ερώτημα κατά πόσο δικαιολογείται (και δικαιοπολιτικά) αυτή η σπουδή.
Τα δύο είδη ρευστοποίησης
Όπως γνωρίζουμε, σε ρευστοποίηση υπόκειται είτε το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη (ή επιμέρους λειτουργικά της σύνολα) είτε τα κατ’ ιδίαν στοιχεία της.
Η ρευστοποίηση όμως του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις. Μοιάζει, εκ του αποτελέσματος, να καταλήγουμε στην (ευκολότερη) ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων ως κανόνα, και υπό το καθεστώς του νέου νόμου. Αναλυτικότερα:
Η ρευστοποίηση του συνόλου της πτωχευτικής περιουσίας ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της
Για να «τρέξει» ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της θα πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση ή να ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση. Δικαιούνται να τις υποβάλουν: πιστωτής ή πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν το τριάντα τοις εκατό (30%) τουλάχιστον του συνόλου των σε βάρος του απαιτήσεων. Διευκρινίζεται ότι στους αιτούντες θα πρέπει να περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατό (20%) της κατηγορίας τους. Επιπρόσθετα: μια τέτοια διαδικασία εκκινεί μόνο όταν πρόκειται για επιχείρηση και η πτώχευση δεν είναι μικρού αντικειμένου. Επί της αίτησης/αιτήματος αποφαίνεται το πτωχευτικό δικαστήριο-στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο.
Η «καινοτομία» του νέου «πτωχευτικού» νόμου έγκειται λοιπόν στο εξής: υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα, η συνέλευση των πιστωτών έπρεπε να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ως σύνολο (ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της). Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον εισηγητή. Εφόσον δεν είχε ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμη προσφυγή (ή η εμπροθέσμως ασκηθείσα προσφυγή δεν γινόταν δεκτή), τότε μπορούσε να εκτελεστεί. Σήμερα, η διαδικασία αυτή έχει καταργηθεί.
Ο ρόλος της συνέλευσης των πιστωτών
Η συνέλευση, ωστόσο, των πιστωτών διατηρεί τον τελευταίο λόγο: αυτή είναι που θα εγκρίνει (ή όχι) την εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου (ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της). Και έχει δύο δυνατότητες:
Πρώτη δυνατότητα: να αξιολογήσει (η συνέλευση των πιστωτών) πως είναι συμφέρουσα η προσφορά που κατατέθηκε στο πλαίσιο του αναγκαίου δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (που διενεργείται με μέριμνα του συνδίκου). Εγκρίνει, στην περίπτωση αυτή, τη σχετική συναλλαγή. Ακολουθεί, στη συνέχεια, η σύναψη της σχετικής σύμβασης μεταβίβασης.
Δεύτερη δυνατότητα: να απορρίψει τη συναλλαγή του συνδίκου. Τότε, εφόσον δεν μεσολαβήσει άλλη απόφασή της, οδηγούμαστε σε ρευστοποίηση (μεν) των κατ’ ιδίαν (δε) περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Η ενσωμάτωση των διατάξεων της ειδικής διαχείρισης
Στην περίπτωση της ρευστοποίησης του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών της συνόλων, ο νομοθέτης ενσωματώνει πλέον τις διατάξεις τις ειδικής διαχείρισης (ν. 4307/2014), με τις αναγκαίες προσαρμογές ασφαλώς, στο πνεύμα του «ολιστικού» εγχειρήματος που επιχειρεί και την επακόλουθη κατάργηση της συγκεκριμένης εξωπτωχευτικής αυτής διαδικασίας.
Οι φορολογικές διευκολύνσεις
Επίσης, όσον αφορά τις πολύ σημαντικές φορολογικές, ιδίως, διευκολύνσεις, ο νέος νόμος προβλέπει ότι αυτές καλύπτουν την «εκκαθάριση του Κεφαλαίου Α του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου», δίχως δηλαδή διάκριση αν αφορά αποκλειστικώς τη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής (Κεφάλαιο Β του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου) (όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα) ή/και των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχεία του (Κεφάλαιο Γ του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου). Στις προθέσεις του εικάζουμε βάσιμα ότι είναι να εμπίπτουν και τα δύο είδη ρευστοποίησης.
Η ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων
Στην περίπτωση της ρευστοποίησης κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας διενεργείται, αντί του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (ηλεκτρονικού πλέον χωρίς όμως να τίθεται τιμή πρώτης προσφοράς) διενεργείται (εξίσου ηλεκτρονικός) πλειστηριασμός.
Είναι όμως ενδεχόμενo ο πλειστηριασμός να αποβεί άγονος. Επαναλαμβάνεται, στην περίπτωση αυτή, με (αυτόματα) μειωμένη τιμή πρώτης προσφοράς. Στα ¾, συγκεκριμένα, της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών. Θεσπίζεται πλέον παρέκκλιση από τα ισχύοντα με βάση τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (στον οποίο κατά τα λοιπά παραπέμπει) υπό την έννοια ότι δεν μεσολαβεί πλέον δικαστική κρίση,. Σε τυχόν επόμενους άγονους πλειστηριασμούς, η μείωση απόκειται στην απρόσβλητη με ένδικα μέσα απόφαση του εισηγητή. Αν και πάλι επαναληφθεί το φαινόμενο (της μη εμφάνισης πλειοδοτών) τότε υπάρχει το ενδεχόμενο ενός πλειστηριασμού χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς-πριν το εκπλειστηριαζόμενο καταλήξει, τελικά, στο Δημόσιο.
Η «διευκόλυνση» της διαδικασίας ρευστοποίησης
Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος επιφέρει τρεις, κυρίως, αλλαγές στο επίπεδο της παρεχόμενης προστασίας στη συγκεκριμένη διαδικασία ρευστοποίησης:
(α) Καταργεί τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας που οδηγεί σε ρευστοποίηση και
(β) Ορίζει με συγκεκριμένο τρόπο ποιος δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, αντί της γενικής και αφηρημένες πρόβλεψης του Πτωχευτικού Κώδικα περί «εννόμου συμφέροντος». Η συγκεκριμένη, ωστόσο, επιλογή ενδέχεται να οδηγήσει σε περιορισμό των δικαιούχων.
(γ) Συντέμνει την προθεσμία εντός της οποίας «εισάγονται» τυχόν περισσότερες ανακοπές ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου-το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως.
Οι πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου
Το εύρος εφαρμογής
Ο νομοθέτης του νέου «πτωχευτικού» νόμου βελτίωσε περαιτέρω το πλαίσιο που διέπει τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου (:«μικρές πτωχεύσεις»).
Η ιδέα, εξάλλου, για μια περισσότερο σύντομη και ελαφριά διαδικασία είναι γνωστή, και έτυχε ιδιαίτερης επεξεργασίας κατά τις τροποποιήσεις του 2016 και 2017.
Είναι γνωστό πως το επιχειρηματικό βάρος (που αναλαμβάνουν) και το οικονομικό αποτύπωμα που έχουν οι «μικρές» επιχειρήσεις στη χώρα μας (και όχι μόνο), μοιάζει αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους τους. Είναι σκόπιμο, κατά τούτο, να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο συγκεκριμένο κεφάλαιο του νέου νόμου.
Ο νέος νόμος διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου των μικρών πτωχεύσεων, δεδομένου ότι πλέον υπάγονται σε αυτές οι μικρές οντότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου 4308/2014. Μικρές οντότητες, με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι εκείνες που δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: (α) Σύνολο ενεργητικού: 4εκ.€, (β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8εκ.€ και (γ) Μέσος όρος απασχολουμένων: 50 άτομα.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο τεράστιο αριθμό επιχειρήσεων αφορά και τι αντίκτυπο έχει αυτό για την οικονομία.
Τα «διαδικαστικά» και οι προϋποθέσεις
Στις «μικρές» λοιπόν πτωχεύσεις, αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, αντί του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είναι αρμόδιο για τις λοιπές.
Η σχετική αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, γεγονός που συνιστά σημαντική αλλαγή. Γίνεται δεκτή αν δεν υποβληθεί παρέμβαση εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της, ήτοι με μόνη την παρέλευση του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Ισχύει εν προκειμένω το (καινοφανές) τεκμήριο παύσης πληρωμών, το οποίο προσδιορίζεται στο 60% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του οφειλέτη προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, αντί του 40% που είναι για τις λοιπές πτωχεύσεις.
Η ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη
Η ρευστοποίηση στην προκειμένη περίπτωση αφορά, αποκλειστικά, τη ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών του στοιχείων. Όχι την επιχείρηση εν συνόλω ούτε επιμέρους λειτουργικές της ενότητες.
Προκειμένου όμως να κριθεί αν περιουσία του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη: (α) τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της και (β) τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη-πέραν των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Αν αυτά δεν επαρκούν, τότε ούτε σύνδικος διορίζεται. Διατάσσεται από τον εισηγητή, απλώς, η καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Επέρχονται, με τον τρόπο αυτό, οι προβλεπόμενες συνέπειες.
Οι υφιστάμενες (γενικές) ρυθμίσεις απλοποιούνται. Ο σύνδικος απολαμβάνει μεγαλύτερη ελευθερία. Διατηρεί, στο πλαίσιο αυτό, τη δυνατότητα να ενεργεί χωρίς την άδεια του εισηγητή.
Το χρονικό εύρος της όλης διαδικασίας και η επιτάχυνσή της
Στην περίπτωση που μετά την παρέλευση ενός έτους (αντί τριών-όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα) από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους της καθυστέρησης.
Να σημειωθεί εδώ πως η αντίστοιχη, γενική, ρύθμιση προβλέπει πως μετά παρέλευση 5 ετών (αντί 15 όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα) από την κήρυξη της πτώχευσης, επέρχονται αυτοδικαίως (και χωρίς άλλη διατύπωση) τα αποτελέσματα της περάτωσης της πτώχευσης.
Η ταχύτητα, ασφαλώς, με την οποία εκτυλίσσεται η πτωχευτική διαδικασία είναι στοιχείο σημαντικό. Η επίτευξή του, ωστόσο, απαιτεί σχεδιασμό σε επίπεδο ρυθμίσεων αλλά και ανθρώπινου δυναμικού (ορθολογική κατανομή στη βάση αναγκών και κατάρτιση επί του αντικειμένου όλων των εμπλεκόμενων κατά το μέρος των καθηκόντων τους) καθώς επίσης και υποδομές (ψηφιακές και μη). Σε διαφορετικά περίπτωση, θα πρόκειται για μία ακόμη εξαγγελία κενή περιεχομένου, για μια ακόμη προθεσμία η οποία δεν τηρείται. Ή που, εναλλακτικά, θα αποδειχθεί ατελέσφορη.
Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν για τις μικρές, ειδικά, επιχειρήσεις λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια (:κίνητρα) κατά το στάδιο, ήδη, της πρόληψης της αφερεγγυότητας. Η απάντηση, δυστυχώς, είναι αρνητική. Και υπό την έννοια αυτή ο (διακηρυγμένος) «ολιστικός» χαρακτήρας του νομοθετήματος πλήττεται. Μαζί με αυτόν: η οικονομία και οι άνθρωποι.
Θα πρέπει, κατ’ ακολουθίαν, να θεωρήσουμε αναγκαίο (και αποδεχθούμε) πως οι μικρές επιχειρήσεις έχουν ανάγκη ιδιαίτερης ενίσχυσης για να προστρέξουν στα (και αξιοποιήσουν τα) αναγκαία, ήδη νομοθετημένα, εργαλεία για την αποτροπή της πτώχευσής τους.
Εξίσου επιτακτική ανάγκη, με την ταχεία διεκπεραίωση της-όταν, παρ΄ ελπίδα, επέλθει.
Η πρόταξη του οικονομικού έναντι του δικαιο-κρατικού κριτηρίου
Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος επισπεύσθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών, αντί του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η αλλαγή αυτή αρμοδιότητας ίσως σημαίνει κάτι περισσότερο από γραφειοκρατική «αλλαγή χαρτοφυλακίου». Να θεωρήσουμε πως (απο)δεικνύει την πρόταξη του οικονομικού κριτηρίου έναντι του δίκαιο-κρατικού όμοιου.
Το κράτος δικαίου ωστόσο είναι το κατεξοχήν, προς την υγιή επιχειρηματικότητα, φιλικό περιβάλλον: αυτό προνοεί για μια γρήγορη, αποτελεσματική και ορθή, δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης.
Στα εμπλεκόμενα μέρη εναπόκειται να αξιολογήσουν αν ο νομοθέτης «κλείνει το μάτι» στη μια ή στην άλλη πλευρά ή, εναλλακτικά, αν ορθοτομεί. Δυστυχώς: εκ των υστέρων.
Η χρήση των εργαλείων που ο νέος «πτωχευτικός» νόμος παρέχει δεν αποτελεί καθήκον του νομοθέτη. Εκείνος περιορίζεται να τα παράσχει˙ ήδη το έπραξε. Η σκυτάλη πέρασε στα δικά μας χέρια (:επιχειρήσεις, νομικοί παραστάτες, σύνδικοι, δικαιοσύνη). Σ΄ εμάς, κατά τούτο, απόκειται (στο μέτρο της αρμοδιότητας και εμπλοκής ενός εκάστου) η βέλτιστη δυνατή αξιοποίησή τους.
Μόνον τότε η πτώχευση θα αποδειχθεί, όπως οι επιχειρήσεις και η εθνική οικονομία έχουν ανάγκη, ένας «σταθμός μετεπιβίβασης» στη διαδικασία του επιχειρείν. Ένας σταθμός σημαντικός μεν που θα παρέχει όμως τη δυνατότητα στον επιχειρηματία για μια νέα διαδρομή˙ ενδεχομένως: στροφή ή ανα-στροφή.
Ο καλόπιστος και έντιμος, εξάλλου, επιχειρηματίας (αλλά και η επιχειρηματικότητα εν γένει) δικαιούται (αλλά και αξίζει) μια, ουσιαστική, δεύτερη ευκαιρία.
Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποδειχθεί πως δεν αποτελεί απλή διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Έλληνα νομοθέτη.
Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποδειχθεί εργαλείο χρηστικό για την απομείωση του ιδιωτικού χρέους˙ ανάκαμψης και ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας.
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Μαρτίου 2021.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.