Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: ύψος, κάλυψη, καταβολή και πιστοποίηση
1. Προοίμιο
«Θα ήθελα ο αγαπητός μου Καρλ να μπορούσε να ασχοληθεί λίγο και με την απόκτηση του κεφαλαίου, εκτός από τη συγγραφή του», φέρεται να έγραψε, ομολογουμένως με κάποιο παράπονο, η Johanna Bertha Julie Jenny von Westphalen.
Ο «αγαπητός της Κάρλ» ήταν ο παιδικός της έρωτας και μετέπειτα σύζυγός της Karl Heinrich Marx-θεμελιωτής του κομμουνισμού και (φυσικά) εκ των μεγίστων εχθρών του κεφαλαίου.
Ο «αγαπητός Κάρλ» λοιπόν φαίνεται πως συνάντησε πολύ νωρίς τον αντίλογο στις ιδέες του (σχετικά παράπονα και, πιθανότατα, τη γνωστή απευκταία γκρίνια)-κατά κυριολεξία «μέσα στο σπίτι του». Γιατί, καλή μεν η θεωρία, ο παιδικός (και δια βίου) έρωτας με την Τζένη, πλην όμως η πολυμελής οικογένεια τους χρειαζόταν, μεταξύ άλλων, στέγη, τροφή, ένδυση.
Η ύπαρξη λοιπόν του «λαομίσητου» κεφαλαίου αποδείχθηκε αναγκαία αρχικά (19ος αιώνας) στο σπίτι του κεντρικού πολέμιού του και, στη συνέχεια (20ος αιώνας), σε παγκόσμιο επίπεδο.
Εντύπωση όμως προξενεί το γεγονός πως η πλειονότητα εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί (δηλ. περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας μας), στο κεφάλαιο προσβλέπουν για την επίτευξη της πολυπόθητης ανάπτυξης.
Στο κεφάλαιο (της), κατ’ ακολουθίαν, προσβλέπει και η ανώνυμη εταιρεία για την πραγμάτωση του εταιρικού της σκοπού και τη δική της αναπτυξιακή πορεία.
Ουδόλως διαθέτει, βέβαια, ο γράφων ικανότητες συγγραφής πονήματος αξίας αντίστοιχης με το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ. Στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται στο παρόν στην καταγραφή θεμάτων που άπτονται της κάλυψης, της καταβολής και της πιστοποίησης για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας.
2. Το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας και το ελάχιστο ύψος του (καταβεβλημένου) μετοχικού κεφαλαίου
Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας της Ανώνυμης Εταιρείας επιβάλλει την ύπαρξη κεφαλαίου τόσο κατά τη σύσταση όσο και κατά τη λειτουργία της. Ως κεφάλαιο Ανώνυμης εταιρείας κατά την ίδρυση προσδιορίζουμε το άθροισμα της αξίας των εισφορών των μετόχων, το οποίο στην πορεία αναδιαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες της εταιρείας και τις επιλογές των μετόχων της. Δεν έχει οποιαδήποτε σχέση το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (:σταθερό μέγεθος μεταβαλλόμενο μόνον με τροποποίηση του καταστατικού της) με την εταιρική περιουσία (:μέγεθος διαρκώς μεταβαλλόμενο στη ζωή της εταιρείας),
Ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας προσδιορίζεται ήδη (εξαιρουμένων βεβαίως ειδικών περιπτώσεων) το ποσό των 25.000€ (άρθρο 15 § 2 ν. 4548/2019).
Για τις περιπτώσεις μάλιστα των Ανωνύμων Εταιρειών που το κεφάλαιό τους υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού, υπάρχει υποχρέωση να προβούν σε σχετική αύξηση (με απλή, και όχι αυξημένη, απαρτία και πλειοψηφία ή να μετατραπούν σε εταιρεία άλλης μορφής μέχρι, το αργότερο, την 31.12.2019). Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί – μέχρις ότου συντελεστεί η σχετική αύξηση – οποιαδήποτε καταχώριση της ανώνυμης εταιρείας στο ΓΕΜΗ (άρθρο 183 § 2).
Το ελάχιστο κεφάλαιο των 25.000€ θα πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο. Στις περιπτώσεις όπου έχει προβλεφθεί μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου το καταβεβλημένο τμήμα του δεν μπορεί, επίσης, να υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού (των 25.000€).
3. Η κάλυψη για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας
Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να γίνεται είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Η «κάλυψη» του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται, σε πρακτικό επίπεδο, με την ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής του (:υποσχετική σύμβαση-άρθρο 16 § 1).
Κατά την ίδρυση το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ανώνυμης εταιρείας καλύπτεται (άρθρο 16 § 2) από έναν ή περισσότερους ιδρυτές, σύμφωνα με όσα ορίζει το καταστατικό. Κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας το ποσό της αύξησης καλύπτεται (άρθρο 16 § 2 επίσης) από τους μετόχους της ή τρίτους. Εκείνοι που έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καλύψουν το αρχικό κεφάλαιο ή αυτό που αντιστοιχεί σε επιγενόμενη αύξησή του, υποχρεούνται να το καταβάλουν σε ειδικά προς τούτο ορισμένο τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (άρθρο 20 § 3). Η καταβολή θα είναι συνολική ή μερική-όταν βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 21) και του καταστατικού.
Είναι πάντοτε δυνατό, υπό προϋποθέσεις όμως, να προσφύγει η ανώνυμη εταιρεία στο κοινό για την ολική ή μερική κάλυψη του κεφαλαίου της (αρχικού ή ύστερα από αύξησή του) ή/και για την κάλυψη ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές. Στην περίπτωση όμως αυτή ακολουθείται μια διαφορετική διαδικασία, με βάση τη νομοθεσία που αναφέρεται στις δημόσιες προσφορές κινητών αξιών (άρθρο 16 § 3). Η παραβίαση των σχετικών διατάξεων για τη δημόσια προσφορά επισύρει σημαντικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.
4. Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου
Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης εταιρείας καταβάλλεται (και πρέπει να καταβάλλεται) κατά τη σύσταση της εταιρείας (άρθρο 20 §1), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ίδρυσης και το άνοιγμα του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού (άρθρο 20 §3-ανωτέρω υπό 3).
Η μη καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου δεν επηρεάζει πλέον το κύρος της εταιρείας, καθιστά όμως εφικτή την υποβολή αίτησης για τη λύση της στο αρμόδιο δικαστήριο από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η λύση της ανώνυμης εταιρείας θα διαταχθεί στην περίπτωση που το (αρχικό) μετοχικό κεφάλαιο εξακολουθεί να μην έχει καταβληθεί κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης (άρθρο 165 §1). Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου επιφέρει σοβαρές συνέπειες (βλ. κατωτέρω υπό 7).
Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας το όργανό της που λαμβάνει τη σχετική απόφαση (:ΓΣ ή ΔΣ) αποφασίζει την προθεσμία καταβολής του ποσού της. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών, ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 20 §2).
Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου, των τυχόν αυξήσεων του, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου, θα πρέπει, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε (υπό 3), να διενεργούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Αντί κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας, το ποσό του κεφαλαίου ή της αύξησης μπορεί (με εξαίρεση τις εισηγμένες εταιρείες) να χρησιμοποιηθεί ποσό που δαπανήθηκε στο πλαίσιο των εταιρικών σκοπών (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη ή πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης (άρθρο 20 §3).
5. Η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με συμψηφισμό χρέους της εταιρείας
Για πρώτη φορά με τον πρόσφατο νόμο η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να λάβει χώρα και με συμψηφισμό ισόποσου χρέους της εταιρείας (άρθρο 20 §4). Υπάρχει όμως μια διπλή προϋπόθεση για το συγκεκριμένο συμψηφισμό:
(α) να υφίσταται σχετική πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου καθώς ρητά απαγορεύεται ο μονομερής συμψηφισμός και
(β) ο συμψηφισμός να συνοδεύεται από βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ότι το χρέος αυτό είναι, όπως προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας, υπαρκτό, ληξιπρόθεσμο και δεν εξαρτάται από αίρεση-σε περίπτωση όμως, ειδικά, μη ληξιπρόθεσμου χρέους θα πρέπει να αποτιμάται η παρούσα αξία του (σύμφωνα με το άρθρο 17).
Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν εφαρμόζονται όταν γίνεται κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης ή αναδιοργάνωσης κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.
Σε κάθε περίπτωση: η καταβολή μέσω συμψηφισμού και ο αριθμός των μετοχών που αναλαμβάνονται και στις οποίες αντιστοιχεί ο συμψηφισμός υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.
6. Η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου
Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (του ν. 2190/1920) η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γινόταν από το Διοικητικό Συμβούλιο και η εξακρίβωση της καταβολής εναπόκειτο στην εποπτεία του αρμόδιου υπουργού-ουσιαστικά στον έλεγχο της αρμόδιας αρχής. Ο συγκεκριμένος έλεγχος είχε σκοπό να επιβεβαιώσει την πραγματική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αλλά και να ελέγξει αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκτέλεσε ορθά την υποχρέωσή του για τη σχετική πιστοποίηση.
Με τον πρόσφατο νόμο δεν προβλέπεται πλέον διοικητικός έλεγχος της καταβολής.
Η εμπρόθεσμη (ή μη) καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου (αρχικού ή ύστερα από αύξηση) πρέπει να πιστοποιείται. Πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται, αν η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές (άρθρο 20 §5).
Η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα μέσα στο πρώτο δίμηνο από τη σύσταση της εταιρείας και μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Για την πλειονότητα των ανωνύμων εταιρειών (πολύ μικρές και μικρές-μη εισηγμένες) η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, που συνέρχεται σε συνεδρίαση μέσα στις παραπάνω προθεσμίες, με θέμα ημερήσιας διάταξης την πιστοποίηση της καταβολής ή μη του κεφαλαίου. Στις μεγάλες και πολύ μεγάλες ανώνυμες εταιρείες η πιστοποίηση γίνεται με έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου-μέσα στις παραπάνω προθεσμίες. Όσον αφορά ειδικά την πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, ελεγκτική εταιρεία ή το διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 20 §6).
Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να αναφέρουν και τις ειδικές περιστάσεις καταβολής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 ή ότι η καταβολή έγινε με συμψηφισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4. Επί εισφορών σε χρήμα που καταβάλλονται στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της παραγράφου 3, τόσο η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας όσο και το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να στηρίζονται σε απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού αυτού, χορηγούμενο από το πιστωτικό ίδρυμα. Το απόσπασμα αυτό θα πρέπει να επισυνάπτεται στην παραπάνω έκθεση ή το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου.
Επομένως: δεν αρκούν ένα ή περισσότερα καταθετήρια στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Από το απόσπασμα του τραπεζικού λογαριασμού θα προκύπτουν και τυχόν αναλήψεις. «Έξυπνες» πρακτικές του παρελθόντος (διαδοχικές μικρές καταθέσεις και μικρές αναλήψεις με σκοπό τη συμπλήρωση του συνολικού κεφαλαίου: εικονικές δηλ. καταβολές) αποτελούν, απλά, παρελθόν.
Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας καθώς και το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου για την πιστοποίηση της καταβολής υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρθρο 20 §7).
Στην περίπτωση σύστασης ανώνυμης εταιρείας ή αύξησης κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, η πιστοποίηση καταβολής μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο ανεξαρτήτως του μεγέθους της ανώνυμης εταιρείας αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης (άρθρο 20 §8).
Σε κάθε περίπτωση: Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που πιστοποιούν την καταβολή του κεφαλαίου, δεν μπορεί να διενεργούν και τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας. Επίσης ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής δεν μπορεί να ανήκει σε ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον συγκεκριμένο έλεγχο (άρθρο 20 §10).
7. Ποιο το «επιτίμιο» της μη εμπρόθεσμης καταβολής του αναληφθέντος (αρχικού ή από αύξηση) μετοχικού κεφαλαίου;
Το ενδεχόμενο της μη εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή της αύξησης του από εκείνον που ανέλαβε την καταβολή του, επιφέρει (αυστηρές) κυρώσεις για τον υπόχρεο και αναγκαίες εξελίξεις για την εταιρεία (άρθρα 20 §9 και 21 §§5 & 6). Σε μια τέτοια περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός στον υπόχρεο για την εξόφληση των οφειλομένων. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής.
Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες; Σε ενδεχόμενη άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, η εταιρεία ακυρώνει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν από μέρους του προκαταβληθέντα (περιλαμβανομένων δόσεων ή, ενδεχόμενης, διαφοράς υπέρ το άρτιο). Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία θα προβεί στην έκδοση νέων μετοχών, ίσων κατ’ αριθμό με τις ακυρωθείσες, τις οποίες αρχικά θα προσφέρει στους λοιπούς μετόχους (:δικαίωμα προτίμησης). Σε περίπτωση μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από μέρους των παλαιών μετόχων, προβαίνει στην ελεύθερη διάθεσή τους.
Αν συμβεί να είναι δεσμευμένες οι ακυρωθείσες μετοχές καθώς και αν η διάθεση των, σε αντικατάστασή τους, εκδοθεισών νέων αποβεί συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου (στην πρώτη επόμενη γενική συνέλευση) κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών.
Είναι σημαντικό να τονισθεί πως το τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν καταβλήθηκε μέσα στις υφιστάμενες προθεσμίες επιβαρύνει, σε κάθε περίπτωση, τον υπόχρεο μέτοχο με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου είναι δυνατό να προβλεφθούν στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.
8. Εν κατακλείδι
Η κεφαλαιακή επάρκεια ήταν διαχρονικά αναγκαία. Μεταξύ άλλων για το νοικοκυριό της Jenny Marx αλλά και για τις επιχειρήσεις τις εποχής της και του σήμερα.
Η ύπαρξη του αναγκαίου μετοχικού κεφαλαίου στις ανώνυμες εταιρείες καθίσταται αναγκαία για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Μεθοδεύσεις του παρελθόντος που σκοπό είχαν την εικονική καταβολή του δεν έχουν θέση ούτε στον πρόσφατο νόμο ούτε και στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Το σημαντικότερο: Η κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την (πολυπόθητη) ανάπτυξη εκείνων και της χώρας.
Σταύρος Κουμεντάκης
Senior Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Σεπτεμβρίου 2019.