Το κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας: Εισφορές σε είδος & αποτίμηση (ή μη) των εταιρικών εισφορών
1. Προοίμιο
«Κάποιοι επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου»
[:παράφραση του αποφθεύγματος “all some folks want is their fair share and yours” του Arnold H. Glas(g)ow-διάσημου αμερικανού επιχειρηματία (1905-1998) ο οποίος δραστηριοποιήθηκε, με επιτυχία, επί εξήντα έτη στο χώρο των χιουμοριστικών περιοδικών].
Αρκετοί είναι εκείνοι που δεν αρκούνται σ΄ αυτό που πράγματι τους αναλογεί. Επιζητούν κάτι κι από το δικό σου μερίδιο-ίσως κι ολόκληρο το δικό σου μερίδιο.
Ο χώρος των επιχειρήσεων και των ανωνύμων εταιρειών δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση καθώς η παραγωγή πλούτου δημιουργεί ή υποδαυλίζει καταπλεονεκτικές συμπεριφορές.
Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας είδαμε τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τον πρόσφατο νόμο για τις ΑΕ τα θέματα τα σχετικά με το ύψος, την κάλυψη, την καταβολή και την πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου.
Τι συμβαίνει όμως όταν, αντί χρημάτων, οι εισφορές των μετόχων λαμβάνουν χώρα με εισφορές σε είδος;
Πώς διασφαλίζεται η δίκαιη αποτίμησή τους στο πλαίσιο του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας και πώς θα αποφευχθούν ενδεχόμενες αδηφάγες ορέξεις του εισφέροντος ή, κατά περίπτωση, των λοιπών μετόχων;
2. Οι εισφορές σε είδος για τον σχηματισμό του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας
2.1. Γενικά
Με βάση όσα ισχύουν στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για τις ΑΕ (άρθρο 17 παρ. 1, ν. 4548/2019) είναι δυνατό να προβλεφθεί εισφορά σε είδος για τη συμπλήρωση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας. Η εισφορά σε είδος είναι κάτι διαφορετικό-αποτιμητό όμως σε χρήματα.
Εισφορές σε είδος είναι δυνατό να αποτελέσουν, μεταξύ άλλων, ακίνητα (λ.χ. οικόπεδα, αγροτεμάχια, εργοστάσια, κτίσματα), κινητά (λ.χ. μεταφορικά μέσα, εμπορεύματα, πρώτες ύλες, μεταφορικά μέσα, έπιπλα), άυλα στοιχεία (λ.χ. μετοχές άλλων εταιρειών, σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας), κλάδοι επιχειρήσεων ή και ολόκληρες επιχειρήσεις.
2.2. Ο χρόνος διενέργειας για τις εισφορές σε είδος.
Η εισφορά σε είδος μπορεί να λάβει χώρα είτε στο ιδρυτικό στάδιο είτε κατά τη διάρκεια της ζωής της ανώνυμης εταιρείας. Στην πρώτη περίπτωση η σχετική πρόβλεψη οφείλει να γίνεται στο καταστατικό της εταιρείας και στην δεύτερη στην απόφαση του εταιρικού οργάνου για την αύξηση του κεφαλαίου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση αναφέρονται το είδος της εισφοράς, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και το ποσό του κεφαλαίου και αριθμό μετοχών, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί.
2.3. Η ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών και η παροχή υπηρεσιών ως εισφορές σε είδος.
Ειδικά προβλέπονται ως επιτρεπτές από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τις ΙΚΕ (άρθρο 78 § 1 ν. 4072/2012) οι εξωκεφαλαιακές εισφορές, οι οποίες συνίστανται σε παροχές που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιακής εισφοράς. Στο πλαίσιο αυτό (και υπό την προϋπόθεση της σχετικής καταστατικής πρόβλεψης) τμήμα του εταιρικού κεφαλαίου μιας ΙΚΕ είναι δυνατό (άρθρο 78 § 2 ν. 4072/2012) να αποτελέσει ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών.
Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει στις ΙΚΕ, στις Ανώνυμες Εταιρείες, οι εισφορές σε είδος αποτελούνται «μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης». Ειδική αναφορά (για να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση σε σχέση με όσα προβλέπονται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 78 § 2 ν. 4072/2012) γίνεται ακριβώς στις απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών: τέτοιες απαιτήσεις δεν είναι δυνατό (άρθρο 17 παρ. 2) να αποτελέσουν εισφορές σε είδος για το κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας.
3. Η αποτίμηση για τις εισφορές σε είδος
3.1. Γενικά
Η αποτίμηση της αξίας των εισφορών σε είδος δεν επαφίεται στους μετόχους. Τούτο μοιάζει όχι μόνο φυσιολογικό αλλά και επιβεβλημένο προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης των συμφερόντων του εισφέροντος, των υπολοίπων μετόχων-βεβαίως και της εταιρείας.
Προβλέπεται συγκεκριμένο πλαίσιο όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία είναι δυνατό να προβούν στην αποτίμηση των εισφορών σε είδος, στα ασυμβίβαστά τους, το περιεχόμενο και τις παραδοχές της έκθεσης αποτίμησης που θα πρέπει να συνταχθεί.
3.2. Οι διενεργούντες την αποτίμηση και τα ασυμβίβαστα-η κατάργηση της «Επιτροπής του άρθρου 9»
Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (:άρθρο 9 ν. 2190/1920) προβλεπόταν πως για την «εξακρίβωση της αξίας των εταιρικών εισφορών σε είδος κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, γίνεται μετά από γνωμοδότηση τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που αποτελείται από έναν ή δύο υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης Τομέας Εμπορίου) ή της αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, πτυχιούχους ανωτάτης σχολής, με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ή από έναν ή δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές η ορκωτούς εκτιμητές και από έναν εμπειρογνώμονα, εκπρόσωπο του αρμόδιου Επιμελητηρίου». Συνηθίσαμε να αποκαλούμε τη συγκεκριμένη επιτροπή ως «Επιτροπή του άρθρου 9» και να την χρησιμοποιούμε, απολύτως διεκπεραιωτικά, για την σύνταξη της κατά το νόμο αναγκαίας εκθέσεως αποτίμησης εισφορών σε είδος. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της ήταν, πάντοτε, περιορισμένη. Από το έτος 2007 (με το ν. 3604/2007) παρεχόταν, εναλλακτικά, η δυνατότητα σύνταξης της ίδιας έκθεσης (αποτίμησης εισφορών σε είδος) από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή από ελεγκτική εταιρεία. Ήδη καταργήθηκε, και ορθά, η «Επιτροπή του άρθρου 9» διατηρήθηκε όμως η συγκεκριμένη, εναλλακτική, επιλογή.
Στο πλαίσιο αυτό σήμερα, για την εξακρίβωση της αξίας των εισφορών σε είδος (είτε κατά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας είτε σε αύξηση του κεφαλαίου της) μόνη οδός (άρθρο 17 παρ. 3) είναι η σύνταξη έκθεσης αποτίμησης είτε από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές είτε από ελεγκτική εταιρεία είτε, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές. Ο χρόνος σύνταξης της έκθεσης αποτίμησης δεν θα πρέπει να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από τη διενέργεια της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 παρ. 9). Για την διαχείριση ειδικών περιπτώσεων όπου απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις ή διεθνής εμπειρία επιτρέπεται η πρόσληψη (από τους ελεγκτές ή τους πιστοποιημένους εκτιμητές) ειδικών εκτιμητών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για την εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων.
3.3. Η δημοσιότητα της έκθεσης αποτίμησης
Ο νομοθέτης αναγνωρίζει ιδιαίτερη αξία στην έκθεση αποτίμησης. Καθιστά υποχρεωτική, στο πλαίσιο της αρχής της διαφάνειας, την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ με μέριμνα των ενδιαφερομένων και το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υπεύθυνο για τη συγκεκριμένη δημοσιότητα (άρθρο 17 §8 σε συνδυασμό με το άρθρο 13).
4. Τα ασυμβίβαστα εκείνων που συντάσσουν την έκθεση αποτίμησης
Εκείνοι που θα συντάξουν την έκθεση αποτίμησης (ή θα εμπλακούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτήν) διέπονται από μια σειρά ασυμβιβάστων (άρθρο 17 §4): δεν μπορούν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, πρόσωπα που διατηρούν οποιαδήποτε επιχειρηματική σχέση ή επαγγελματική συνεργασία με την εταιρεία ή/και εκείνον ο οποίος διενεργεί την εισφορά ή να είναι συγγενείς τους μέχρι δεύτερου βαθμού ή σύζυγοι των συγκεκριμένων προσώπων.
Ειδικά όσον αφορά τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες, των οποίων είναι μέλη, δεν πρέπει να συντρέχουν κωλύματα ή ασυμβίβαστα, που θα απέκλειαν τη διενέργεια τακτικού ελέγχου από τα πρόσωπα αυτά, ούτε τα τελευταία θα πρέπει να έχουν αναλάβει κατά την τελευταία τριετία τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας ή συνδεδεμένης με αυτήν (κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014) εταιρείας.
5. Το περιεχόμενο της έκθεσης αποτίμησης
Σε κάθε περίπτωση αποτίμησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να υποστηριχθούν αξίες σε ένα σημαντικό, κατά κανόνα, εύρος τιμών. Οι συγκεκριμένες αξίες επιβάλλεται να είναι τεκμηριωμένες με βάση κάποια από τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης. Προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία και η χρηστικότητα της έκθεσης αποτίμησης, έχει θεσπισθεί (άρθρο 17 §§ 5 & 6) σειρά κανόνων όσον αφορά το περιεχόμενό της.
Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση αποτίμησης οφείλει (άρθρο 17 § 5) να περιέχει την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, να αναφέρει τις μεθόδους αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν και να καταλήγει σε συγκεκριμένη αξία (:τελική τιμή) για την συγκεκριμένα εισφορά. Αυτή η τελική τιμή της έκθεσης αποτίμησης είναι και το ανώτατο όριο τιμής στην οποία μπορεί να υπολογισθεί η αξία της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 §7)
Όσον αφορά την εκτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων συντρέχουν κάποιοι επιπρόσθετοι κανόνες (άρθρο 17 §6): επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται αναφορά στην έκθεση αποτίμησης στην πραγματική και νομική κατάσταση των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων αλλά και τα τυχόν βάρη τους (ενδ.: προσημειώσεις, υποθήκες, ενέχυρα).
Ειδικά επί ακινήτων θα πρέπει, επιπρόσθετα, να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην αξία και τους τίτλους κτήσης, στην εμπορικότητα της περιοχής τους, στις προοπτικές ανάπτυξης, στις πραγματικές τρέχουσες τιμές, στην άδεια οικοδομής και σε αντίστοιχη τεχνική έκθεση μηχανικού.
Επί μηχανημάτων, μεταφορικών μέσων και επίπλων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην χρονολογία και στην αξία κτήσης τους, στον βαθμό χρησιμοποίησης, συντήρησης και εμπορευσιμότητάς τους, στην ενδεχόμενη τεχνολογική απαξίωσή τους και στις τρέχουσες τιμές για ίδια ή παρεμφερή πάγια στοιχεία.
6. Το ενδεχόμενο μη αποτίμησης των εταιρικών εισφορών
Η διενέργεια της έκθεσης αποτίμησης των εισφορών σε είδος είναι, κατά κανόνα, υποχρεωτική.
Η εταιρεία είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποφύγει την σύνταξη της έκθεσης αποτίμησης όταν σύμφωνα με το καταστατικό ή την απόφαση του εταιρικού οργάνου που αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου όταν:
(α) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος είναι μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες (άρθρο 18 §1)
(Στην περίπτωση αυτή αποτιμώνται στη μέση σταθμισμένη τιμή, στην οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την ημερομηνία πραγματοποίησης της σχετικής εισφοράς).
(β) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα (άρθρο 18 §2)
Στην περίπτωση αυτή η αποτίμηση δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από την πραγματοποίηση της σχετικής εισφοράς.
(γ) η εύλογη αξία του αντικειμένου της εισφοράς σε είδος προκύπτει από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους, εφόσον οι λογαριασμοί αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου (άρθρο 18 §3) στο πλαίσιο του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (ν. 4336/2015 και 4449/2017).
Σε κάθε μια από τις παραπάνω τρεις περιπτώσεις, η αξία των εισφορών σε είδος θα πρέπει όμως (όταν συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις), να αναπροσαρμοσθεί με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και να συνταχθεί σχετική έκθεση αποτίμησης. Τούτο είναι, λ.χ., υποχρεωτικό όταν η μέση σταθμισμένη τιμή ή, κατά περίπτωση, η εύλογη αξία των εισφορών σε είδος έχει επηρεασθεί από εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν (ή έχουν μεταβάλει) αισθητά την αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της εισφοράς
Η εταιρεία είναι δυνατό, κατά τα προαναφερθέντα, να επιλέξει-αποφύγει την έκθεση αποτίμησης. Στην περίπτωση όμως αυτή το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται (άρθρο 18 παρ. 4) να υποβάλει σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ σειρά στοιχείων που την υποκαθιστούν. Συγκεκριμένα: (α) περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος, (β) την αξία της, την προέλευση της αποτίμησης αυτής και, εφόσον απαιτείται, τη μέθοδο αποτίμησης, (γ) δήλωση για το αν η αξία που προκύπτει αντιστοιχεί τουλάχιστον στον αριθμό, την ονομαστική αξία και, ενδεχομένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται επί των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν έναντι της εν λόγω εισφοράς και (δ) δήλωση ότι δεν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίμηση.
Εισφορά σε είδος είναι δυνατό να αποφασισθεί στο πλαίσιο (έκτακτης) αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (κατ’ εξουσιοδότηση του καταστατικού ή απόφασης Γενικής Συνέλευσης-κατ΄άρθρο 24 §1). Στην περίπτωση αυτή, και υπό την προϋπόθεση πως η εισφορά σε είδος λαμβάνει χώρα χωρίς αποτίμηση-σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, είναι επίσης υποχρεωτική η δημοσίευση στο ΓΕΜΗ σειράς στοιχείων που την υποκαθιστούν.
7. Εν κατακλείδι
Η κεφαλαιακή ενίσχυση της ανώνυμης εταιρείας είναι παράγοντας υγείας για την ίδια και την δραστηριότητά της. Η επιβεβαίωση της δυνατότητας κεφαλαιακής ενίσχυσής της μέσω εισφορών σε είδος όπως και η κατάργηση παρωχημένων ρυθμίσεων (λ.χ. η «Επιτροπή του άρθρου 9») κινείται αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση.
Η θέσπιση αυστηρών κανόνων όσον αφορά την αποτίμηση των εισφορών σε είδος δεν χωρεί αμφιβολία πως διασφαλίζει τη δικαιοσύνη μεταξύ των μετόχων αλλά και τα δικαιώματά τους. Κι ακόμα περισσότερο: λειτουργεί αποτρεπτικά για κείνους που «επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου».
Σταύρος Κουμεντάκης
Senior Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 15η Σεπτεμβρίου 2019.