Ο πρόσφατος νόμος για την ιδιωτική εκπαίδευση, που μας απασχόλησε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ήρθε να ταράξει λιμνάζοντα ύδατα. Να καταργήσει προνόμια (μικρής-αλήθεια) μερίδας εργαζομένων. Προνόμια που δε μοιάζει να έχουν θέση σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου συνταγματικά αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Όπου συνταγματικά επίσης αναγνωρίζεται, υπάρχει και αναπτύσσεται η επιχειρηματικότητα. Όπου η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας προϋποθέτει (ανεξαρτήτως κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας) την ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας. Προνόμια που δε μοιάζει να έχουν θέση, γενικά, στο έτος 2020. Μεταξύ των προνομίων που καταργήθηκαν, ένα φαίνεται πως έχει δημιουργήσει τις εντονότερες αντιδράσεις. Η κατάργηση της (εν τοις πράγμασιν) μονιμότητας (ή μήπως ισοβιότητας;) των ιδιωτικών εκπαιδευτικών.
Η υπηρεσιακή κατάσταση και εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών προστατεύονταν, διαχρονικά, από εντυπωσιακά προνόμια. Ανεξάρτητα μάλιστα από την ποιότητα του από μέρους τους παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Ανεξάρτητα από την ικανοποίηση των προϊσταμένων τους, των μαθητών και των γονέων. Την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε εύκολη (σε νομικό επίπεδο) περίπτωση. Το αντίθετο. Τούτο μάλιστα ανεξάρτητα αν ήταν εξαίρετοι, λιγότερο καλοί, μετριότητες ή κακοί.
Απόλυση ή μήπως, ακριβέστερα, αντικατάσταση;
Ας καταγράψουμε όμως, εισαγωγικά, κάποια σχετικά ερωτήματα.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ενός εκπαιδευτικού (υπό τις όποιες προϋποθέσεις) είναι αντίστοιχη μιας κοινής καταγγελίας; Της απόλυσης, με άλλα λόγια, ενός (οποιουδήποτε άλλου) εργαζόμενου; Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού μιλάμε άραγε για απώλεια μιας, ακόμα, θέσης εργασίας προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης πόρων από έναν (ανάλγητο) εργοδότη; Για επιβάρυνση των λοιπών εργαζομένων με το έργο του απολυομένου;
Είναι δεδομένο πως όχι!
Οι εκπαιδευτικοί «καλύπτουν», όπως όλοι γνωρίζουμε, κάποια τμήματα (λ.χ. δάσκαλοι). Ενδέχεται όμως να καλύπτουν και περισσότερα τμήματα (λ.χ. φιλόλογοι, μαθηματικοί). Όλοι όμως, ανεξαιρέτως, καλύπτουν συγκεκριμένες, κατ’ ανώτατο όριο, διδακτικές ώρες σε συγκεκριμένα τμήματα/τάξεις. Τούτο σημαίνει πως σε κάθε σχολείο, ανεξαιρέτως, θα πρέπει να υπηρετεί συγκεκριμένος (ο ανάλογος) αριθμός εκπαιδευτικών. Αν καταγγείλουμε τη σύμβαση εργασίας ενός εκπαιδευτικού, θα πρέπει να προσλάβουμε έναν άλλο στη θέση του.
Ο ιδιοκτήτης, επομένως, ενός ιδιωτικού σχολείου δεν έχει τη δυνατότητα να απολύσει έναν εκπαιδευτικό «για να κάνει οικονομία». Υποχρεούται (δευτερευόντως από το νόμο) να καλύψει τις διδακτικές ώρες. Για να καλύψει, προεχόντως, τις ανάγκες του σχολείου και των μαθητών του. Υποχρεούται, κατ’ ακολουθίαν, να αντικαταστήσει τον εκπαιδευτικό τη σύμβαση του οποίου προτίθεται να καταγγείλει.
Επομένως, οι θέσεις εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών σε ένα ιδιωτικό σχολείο παραμένουν, πάντοτε, σταθερές. Υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, βεβαίως, της διατήρησης του ίδιου αριθμού των μαθητών του. Η καταγγελία της σύμβασης ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού προϋποθέτει την από άλλον αντικατάστασή του.
Κι από μια άλλη οπτική γωνία, το ίδιο ζήτημα, ιδωμένο: Δεν είναι, άραγε, προς όφελος του σχολείου, του ιδιοκτήτη του (κυρίως όμως των μαθητών και των γονιών τους) η αντικατάσταση των «προβληματικών περιπτώσεων» (που πάντοτε μεταξύ εργαζομένων & επαγγελματιών συναντούμε) με άριστους εκπαιδευτικούς; Με εκπαιδευτικούς που θα έχουν εξαιρετικό εκπαιδευτικό έργο να επιδείξουν και παράσχουν;
Η στάση της Πολιτείας, διαχρονικά, απέναντι στην ιδιωτική εκπαίδευση
Η ίδρυση των ιδιωτικών σχολείων και το νομοθετικό καθεστώς που διέπει τη λειτουργία τους, απασχολεί τη χώρα μας εδώ και δύο, περίπου, αιώνες.
Το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας του 1827 ήταν αυτό που θέσπισε (άρθρο 20) την αρχή της ελευθερίας της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Προέβλεψε τη δυνατότητα των Ελλήνων να ιδρύουν σχολεία και να επιλέγουν δασκάλους για να μορφωθούν. («Οἱ Ἕλληνες ἔχουσι τὸ δικαίωμα νὰ συσταίνωσι καταστήματα παντὸς εἴδους, παιδείας…καὶ νὰ ἐκλέγωσι διδασκάλους διὰ τὴν ἐκπαίδευσίν των.»).
Και στα μετέπειτα Συντάγματα, όμως, υπήρξε αντίστοιχη κατοχύρωση. Προβλέφθηκε, παράλληλα, η υποχρέωση αδειοδότησης ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων από το κράτος.
Το σήμερα ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 16 §8) αναγνωρίζει τη δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας «εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο κράτος». Παραχωρεί δε στο νόμο τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων και όρων «χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία» τους, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά…».
Νόμοι, διαχρονικά, ρύθμιζαν τα συγκεκριμένα θέματα. Μεταξύ αυτών και ο ν. 682/1977 «Περί ιδιωτικών σχολείων γενικής εκπαίδευσης και σχολικών οικοτροφείων». Κάποιες διατάξεις του οποίου βρίσκονται ακόμη σε ισχύ. Κάποιες άλλες έχουν υποστεί σωρεία τροποποιήσεων.
Η Πολιτεία, λοιπόν, συστηματικά και συνταγματικά αναγνωρίζει (εδώ και δύο αιώνες) την ιδιωτική εκπαίδευση. Θα ανέμενε κάποιος από τους (μεταξύ άλλων, ωφελούμενους) ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς προσπάθεια για βελτίωση της παρεχόμενης ιδιωτικής εκπαίδευσης. Για έναν απλό, πριν από άλλους, λόγο: τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας τους.
Ο (δίκαιος;) αγώνας των εργαζομένων για την κατάργηση των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται
«Βασικός σκοπός της Ομοσπονδίας των Συλλόγων Εργαζομένων στα super market είναι η κατάργηση των εν λόγω super market».
«Βασικός σκοπός της Ομοσπονδίας των Συλλόγων Ιατρών και Νοσηλευτών στις ιδιωτικές κλινικές είναι η κατάργηση των εν λόγω κλινικών».
Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πως κάποιος εργαζόμενος θα αγωνιζόταν για την κατάργηση του επαγγέλματός του; Πώς κάποιο συλλογικό/συνδικαλιστικό όργανο θα είχε ως καταστατικό του σκοπό την κατάργηση των επιχειρήσεων στις οποίες οι εργαζόμενοί του απασχολούνται;
Μοιάζει (διπλό) ανέκδοτο.
Θα μπορούσε (και) να είναι…
Δεν αφορά όμως τους (ιδιαίτατα συμπαθείς) εργαζομένους στις υπεραγορές τροφίμων. Ούτε τους ιατρούς και νοσηλευτές που εργάζονται σε ιδιωτικές κλινικές. Ούτε και τις Ομοσπονδίες τους.
Αφορά όμως, πράγματι, μια κατηγορία εργαζομένων. Εκείνους που οφείλουμε να εμπιστευόμαστε(;) την εκπαίδευση των παιδιών μας. Ακριβέστερα: την Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας (:ΟΙΕΛΕ)
Οι καταστατικοί σκοποί της ΟΙΕΛΕ
Το προϊσχύσαν καταστατικό
Στην παράγραφο 7 των περί Σκοπών άρθρου 2 του προϊσχύσαντος (νομίμως εγκεκριμένου και αρμοδίως κατατεθέντος) καταστατικού της ΟΙΕΛΕ διαβάζουμε:
«…Μέσα στα πλαίσια αυτά, βασικός σκοπός της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε. είναι η κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης».
Η διάταξη αυτή έγινε εργαλείο αποκάλυψης των (αληθών) προθέσεων της ΟΙΕΛΕ. Συντηρούσε, όσο ίσχυε, θύελλες αντιδράσεων. Χρειάστηκε επομένως να αντικατασταθεί με μία περισσότερο εύσχημη. Ακριβέστερα: τεχνηέντως να «καμουφλαριστεί».
Το σήμερα ισχύον καταστατικό
Στην παράγραφο 7 των περί Σκοπών άρθρου 2 του (σήμερα ισχύοντος-αναρτημένου στον οικείο ιστότοπο) καταστατικού της ΟΙΕΛΕ, διαβάζουμε:
«…Μέσα στο πλαίσιο αυτό βασικοί σκοποί της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε. είναι: α) Η ενίσχυση του δημοσίου, κοινωνικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης κάθε μορφής, τύπου και βαθμίδας, β) Η εκπαίδευση να λειτουργεί με την ευθύνη των εκπαιδευτικών… Εφόσον καταργηθεί το υφιστάμενο προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο των παραπάνω συνταγματικών σκοπών, η λειτουργία της ιδιωτικής εκπαίδευσης θα έρχεται πλέον σε αντίθεση με το άρθρο 16 του Συντάγματος και δεν θα έχει λόγο ύπαρξης».
Παρά την μεσολαβήσασα, εργώδη, προσπάθεια συγκάλυψης, ουδεμία αμφιβολία απομένει περί των (διαχρονικά) αληθών προθέσεων της ΟΙΕΛΕ. Προθέσεις που συνοψίζονται στις ακόλουθες θέσεις: Κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Κατάργηση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Κατάργηση του επαγγέλματος του ιδιωτικού εκπαιδευτικού.
Τα αίτια της (καταστατικώς απορρέουσας) προσπάθειας της ΟΙΕΛΕ για την κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης
Οι (εύλογες) απορίες και οι λογικές απαντήσεις
Εύλογες απορίες δημιουργεί η διαχρονική (από το καταστατικό της προκύπτουσα-αδιαμφισβήτηση και επίσημη) προσπάθεια της ΟΙΕΛΕ για την κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τα αληθή κίνητρά της, ας επιχειρήσουμε μια «βουτιά» στο χρόνο. Ας ανατρέξουμε στις προϊσχύσασες μορφές του βασικού νομοθετήματος. Του ν. 682/1977.
Το συμπέρασμα στο οποίο μέλλει να καταλήξουμε είναι πως οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δεν ήθελαν, στ’ αλήθεια, τη βελτίωση της παρεχόμενης ιδιωτικής εκπαίδευσης. Ήθελαν, διαχρονικά, να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Εναλλακτικά: να απολαμβάνουν προνόμια των δημοσίων υπαλλήλων. Συχνά και σε βελτιωμένη εκδοχή τους.
Αρχική διατύπωση ν. 682/1977
Ο συγκεκριμένος νόμος, στην αρχική του μορφή (άρθρο 30) προέβλεπε:
«8. Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διατελούντες επί σχέσει εργασίας ωρισμένου η αορίστου χρόνου και απολυόμενοι ένεκα καταργήσεως του σχολείου, εις το οποίον υπηρετούν, δεν δικαιούνται αποζημιώσεως.
9. Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον, ως και οι ανήκοντες εις τον πίνακα Α` και απολυόμενοι κατά την περίπτωσιν στ` της παρ. 4 του άρθρου 33 του παρόντος, προσλαμβάνονται κατόπιν αιτήσεώς των, με τον βαθμόν τον οποίον έχουν, εις αντίστοιχα σχολεία της δημοσίας γενικής εκπαιδεύσεως επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προς πλήρωσιν υφισταμένων αναγκών, καταρτιζομένης σχετικής συμβάσεως μεταξύ τούτων και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ούτοι τοποθετούνται δι` αποφάσεων του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εις δημόσια σχολεία, λειτουργούντα εκτός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης δια μίαν τριετίαν τουλάχιστον…»
Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του ν. 682/1977 (του 1980 & 1981)
Η διαμόρφωση της συγκεκριμένης διάταξης με μεταγενέστερες προσθήκες από τους ν. 1035/1980 και 1143/1981 (που ίσχυσαν μέχρι την 30.9.1985-οπότε καταργήθηκαν με το άρθρο 95 παρ. 13 του Ν. 1566/1985), μας βοηθούν στην εξαγωγή κρίσιμων συμπερασμάτων. Συγκεκριμένα:
«8. Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διατελούντες επί σχέσει εργασίας ωρισμένου η αορίστου χρόνου και απολυόμενοι ένεκα καταργήσεως του σχολείου, εις το οποίον υπηρετούν, δεν δικαιούνται αποζημιώσεως.
9. Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον, ως και οι ανήκοντες εις τον πίνακα Α` και απολυόμενοι κατά την περίπτωσιν στ` της παρ. 4 του άρθρου 33 του παρόντος, προσλαμβάνονται κατόπιν αιτήσεώς των, με τον βαθμόν τον οποίον έχουν, εις αντίστοιχα σχολεία της δημοσίας γενικής εκπαιδεύσεως επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προς πλήρωσιν υφισταμένων αναγκών, καταρτιζομένης σχετικής συμβάσεως μεταξύ τούτων και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
(προσθήκη με την παρ.3 του άρθρου 11 του Ν.1035/1980 (ΦΕΚ Α 60):
“Ούτοι τοποθετούνται δι’ αποφάσεων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εις Δημόσια Σχολεία, εφαρμοζομένων ως πρός την τοποθέτησιν και την μετάθεσιν αυτών, των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί των Δημοσίων Εκπαιδευτικών Λειτουργών.”
(προσθήκη με το άρθρο 30 του Ν.1143/1981):
“Διά την συμπλήρωσιν του απαιτουμένου κατά τας κειμένας διατάξεις χρόνου υπηρεσίας διά την μετάθεσιν των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, εκτός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, συνυπολογίζεται και η τυχόν προϋπηρεσία τούτων εις την δημόσιαν εκπαίδευσιν. Οι υπηρετούντες εις την δημόσιαν εκπαίδευσιν επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου εκπαιδευτικοί, δεν καταλαμβάνουν οργανικήν θέσιν εις τα σχολεία, αλλά τοποθετούνται εντός της αυτής πόλεως προς κάλυψιν υφισταμένων υπηρεσιακών αναγκών.”».
Χρήσιμα συμπεράσματα
(α) Όποιος ιδιωτικός εκπαιδευτικός απολυόταν μετά το έτος 1977 προσλαμβανόταν σε δημόσιο σχολείο. Αρχικά εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Από το έτος όμως 1980 έως και το έτος 1985 θα μπορούσε να προσληφθεί και στα συγκεκριμένα αστικά κέντρα.
(β) Το όνειρο κάθε νεοέλληνα (:πρόσληψη στο δημόσιο) θα μπορούσε λοιπόν, πολύ εύκολα, να γίνει για έναν ιδιωτικό εκπαιδευτικό πραγματικότητα. Αρκεί να προσλαμβανόταν (και στη συνέχεια να απολυόταν) από ένα ιδιωτικό σχολείο. Θα προσλαμβανόταν, με βάση ρητή νομοθετική ρύθμιση, στο δημόσιο. Και όχι με οποιαδήποτε ιδιότητα: (Αυτονοήτως) ως εκπαιδευτικός-δημόσιος υπάλληλος σε δημόσιο σχολείο.
(γ) Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν απολάμβαναν ποτέ μονιμότητα στην εργασία τους. Βασική ιδιότητα όμως των δημοσίων υπαλλήλων είναι αυτή της μονιμότητας (για να μην πούμε, εν τοις πράγμασιν, ισοβιότητας). Από το έτος 1977 και εντεύθεν (ανατρέχοντας στις ενδιάμεσες νομοθετικές-προϊσχύσασες ρυθμίσεις) συναντούμε υψωμένο ένα τείχος (εντυπωσιακό καθ’ ύψος και μέγεθος) προστασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Προκειμένου ένα ιδιωτικό σχολείο να προβεί σε αντικατάσταση ενός (ανεπαρκούς) ιδιωτικού εκπαιδευτικού όφειλε να περάσει, κατά κυριολεξία, από «σαράντα κύματα». Η αντικατάσταση του αποδεικνυόταν, εν τοις πράγμασιν, ανέφικτη. Η μονιμότητα των ιδιωτικών εκπαιδευτικών είχε, δι’ άλλης οδού, επιτευχθεί. Οι συμβάσεις εργασίας των λοιπών κοινών θνητών (:ιδιωτικών υπαλλήλων) ήταν δυνατό, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου να καταγγελθούν. Η εργατική νομοθεσία άπλωνε, σε κάθε περίπτωση, προστατευτικό δίχτυ στις (κοινές) συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Τα δικαστήρια ασκούσαν, πάντοτε, αυστηρό έλεγχο στις καταχρηστικές και μη νόμιμες απολύσεις των ιδιωτικών υπαλλήλων. Για τους εκπαιδευτικούς όμως, τούτο δεν ήταν ποτέ αρκετό.
Η κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης θα οδηγούσε στο εύλογο(;) αίτημα της πρόσληψης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο δημόσιο για την κάλυψη των αναγκών που θα δημιουργούνταν.
Η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων (και εκπαιδευτικών του δημοσίου)
Καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων
Ενδιαφέρον είναι να δει κανένας τις διατάξεις και προϋποθέσεις για την απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων (:ν. 3528/2007)-πέραν εκείνων που αφορούν ποινικές καταδίκες.
(α)
Κατά το άρθρο 152 (:Λόγοι απόλυσης):
«Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους:
α) επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης,
β) σωματική ή πνευματική ανικανότητα,
γ) κατάργηση της θέσης στην οποία υπηρετεί,
δ) συμπλήρωση ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετίας,
ε) ακαταλληλότητα κατά το άρθρο 95 του παρόντος Κώδικα».
(β)
Κατά το άρθρο 95 (:Παραπομπή μη προακτέου υπαλλήλου):
«Υπάλληλος, ο οποίος εγγράφεται σε δύο διαδοχικούς πίνακες μη προακτέων στον ίδιο βαθμό, παραπέμπεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την κύρωση του οικείου πίνακα υποχρεωτικώς προς κρίση στο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο, με αιτιολογημένη απόφαση του και μετά από προηγούμενη κλήση αυτού για να παράσχει εγγράφως ή προφορικώς τις αναγκαίες διευκρινίσεις, μπορεί να τον απολύσει ή να τον υποβιβάσει κατά έναν βαθμό. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται να υποβληθεί ένσταση στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο».
Οι βασικές προϋποθέσεις απόλυσης ενός δημοσίου υπαλλήλου
Για τη συνέχεια ας κρατήσουμε πως ο δημόσιος εκπαιδευτικός απολύεται από τη θέση του (μετά τη διετή, δοκιμαστική, περίοδο) για λόγους: (α)… (β) σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, (γ) κατάργησης της θέσης στην οποία υπηρετεί, (δ)… και (ε) ακαταλληλότητας που προκύπτει από την για δύο συνεχή έτη εγγραφή τους σε δύο διαδοχικούς πίνακες μη προακτέων. Ας αναζητήσουμε επίσης τις αντιστοιχήσεις με τις προϋποθέσεις της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών κατά το προϋφιστάμενο δίκαιο.
Η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών-μέχρι πρότινος
Το θεσμικό πλαίσιο που ίσχυε κατά την τελευταία τριετία-μέχρι τη θέση σε εφαρμογή του ν. 4713/20
Με βάση το άρθρο 30 του ν. 4472/2017 (:Σχέση εργασίας, διάρκεια σύμβασης-λύση σχέσης εργασίας):
«1. Οι διδάσκοντες στα ιδιωτικά σχολεία εκπαιδευτικοί, υπηρετούν με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.
2. Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί προτείνονται προς πρόσληψη από τον ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου και μετά την έγκριση της πρότασης από το Διευθυντή της οικείας Διεύθυνσης συνάπτουν σύμβαση ορισμένου χρόνου, η οποία αρχίζει την ημέρα παροχής των υπηρεσιών από τον εκπαιδευτικό και λήγει την 31η Αυγούστου του δεύτερου έτους από την πρόσληψή του. Κατά τη λήξη της διετίας ο ιδιοκτήτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση. Μετά την πάροδο της διετίας και εφόσον η σύμβαση δεν καταγγελθεί κατά τα ανωτέρω, μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση αορίστου χρόνου.
3. Η σύμβαση αορίστου χρόνου είναι δυνατόν να καταγγελθεί μόνο για τους παρακάτω λόγους:
α) Εάν ο εργοδότης επικαλείται και αποδεικνύει επαρκώς αιτιολογημένη διαταραχή του εκπαιδευτικού κλίματος στο σχολείο λόγω αδυναμίας συνεργασίας εργοδότη-εκπαιδευτικού.
β) Κατάργηση σχολείων.
γ) Κατάργηση τάξεων και τμημάτων τάξεων. Στην περίπτωση αυτή είναι επιτρεπτή η απόλυση αυτών που έχουν τη μικρότερη προϋπηρεσία στην εκπαίδευση και μηδενίζεται το ωράριό τους. Από τις απολύσεις αυτές εξαιρούνται οι διδάσκοντες που είναι και ιδιοκτήτες των σχολείων.
δ) Συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας των εκπαιδευτικών.
ε) Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί απολύονται από τον ιδιοκτήτη του σχολείου στο οποίο υπηρετούν λόγω:
αα) σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας που διαπιστώνεται από την οικεία κατά τόπο πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του Δημοσίου και, ύστερα από ένσταση του ενδιαφερομένου, από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή του Δημοσίου,
ββ) συμπλήρωσης του χρόνου υπηρεσίας που θεμελιώνει δικαίωμα προς λήψη πλήρους σύνταξης από φορέα ασφάλισης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Σε αυτή την περίπτωση, η λύση της σχέσης εργασίας επέρχεται κατά τη λήξη του διδακτικού έτους,
γγ) επιβολής της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης από το οικείο πειθαρχικό συμβούλιο,
δδ) διδακτικής, παιδαγωγικής ανεπάρκειας ή επαγγελματικής ασυνέπειας που στηρίζεται σε δύο (2) τουλάχιστον εκθέσεις και αφορούν δύο (2) τουλάχιστον συνεχόμενα διδακτικά έτη με κριτήρια που καθορίζονται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, από τις οποίες η πρώτη συντάσσεται από το διευθυντή της σχολικής μονάδας και κοινοποιείται στον αρμόδιο συντονιστή εκπαιδευτικού έργου που έχει την επιστημονική ευθύνη του οικείου κλάδου και η δεύτερη συντάσσεται από το διευθυντή της σχολικής μονάδας και κοινοποιείται στον ανωτέρω συντονιστή εκπαιδευτικού έργου, ο οποίος προσθέτει συμπληρωματική έκθεση, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και ειδικά αν η γνώμη του διαφέρει από αυτή του Διευθυντή.
(….)
5. Ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εάν καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή συνεπαγόμενη απόλυση για τους δημοσίους υπαλλήλους.
(…)
9. Η σύμβαση εργασίας μεταξύ του ιδιοκτήτη ιδιωτικού σχολείου και του ιδιωτικού εκπαιδευτικού λύεται με το θάνατο, την έκπτωση, την αποδοχή παραίτησης και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και εκδίδεται σχετική πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Εκπαίδευσης.
Η νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για τους λόγους που προβλέπονται στην περίπτωση α` και στην υποπερίπτωση δδ` της περίπτωσης ε` της παραγράφου 3 κρίνεται από ανεξάρτητη Επιτροπή, η οποία εξετάζει αν η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε νομίμως και αν η καταγγελία είναι καταχρηστική ή μη και αποφαίνεται σχετικά.
Η Επιτροπή αυτή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, η οποία εκδίδεται εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, και αποτελείται από:
α) Έναν (1) Πρωτοδίκη, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, υπηρετούντες στο Τμήμα Εργατικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Αθηνών….
β) Δύο (2) Πρωτοδίκες υπηρετούντες στο Τμήμα Εργατικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Αθηνών με τους αναπληρωτές τους….
Ένας (1) εκπρόσωπος της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε. που υποδεικνύεται με απόφαση της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε. και ένας (1) εκπρόσωπος της αντιπροσωπευτικότερης εργοδοτικής οργάνωσης που υποδεικνύονται με απόφαση της παρίστανται ως παρατηρητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στη συνεδρίαση της Επιτροπής.
…
Η ανωτέρω Επιτροπή λαμβάνει υπ` όψιν και τις υπηρεσιακές εκθέσεις, συνεδριάζει δε και αποφαίνεται υποχρεωτικά εντός ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών από την καταγγελία και υποβάλλει την πρότασή της στον αρμόδιο Διευθυντή Εκπαίδευσης στην οποία διατυπώνεται η κρίση της σχετικά με τη νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας κατά τα ανωτέρω. Ο Διευθυντής Εκπαίδευσης έχει δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει σχετική απόφαση περί απόλυσης ή μη του εκπαιδευτικού, σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης της Επιτροπής εντός τριών (3) ημερών από την υποβολή σε αυτόν της πρότασης. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας τεκμαίρεται η νομιμότητα και μη καταχρηστικότητα της καταγγελίας. Η καταγγελία της σύμβασης του εκπαιδευτικού δεν παράγει έννομα αποτελέσματα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την έκδοση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής. Ύστερα από την έκδοση της απόφασης του Διευθυντή Εκπαίδευσης, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προσφύγουν στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης έκδοσης της απόφασης συγκρότησης της Επιτροπής και έως την έκδοσή της, δεν απαιτείται η τήρηση της παραπάνω διαδικασίας για τη λύση της σύμβασης.
Απολύσεις ιδιωτικών εκπαιδευτικών που λαμβάνουν χώρα χωρίς την τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας είναι άκυρες.»
Συμπεράσματα
H αντιστοιχία με τους λόγους απόλυσης των εκπαιδευτικών του δημοσίου
Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί κατά την τελευταία τριετία ήταν δυνατό να απολυθούν:
(i) Εάν ο εργοδότης επικαλείτο και αποδείκνυε επαρκώς αιτιολογημένη διαταραχή του εκπαιδευτικού κλίματος στο σχολείο λόγω αδυναμίας συνεργασίας εργοδότη-εκπαιδευτικού
(ii) Σε περίπτωση κατάργησης σχολείων, τάξεων και τμημάτων τάξεων
(iii) Σε περίπτωση σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας
(iv) Σε περίπτωση συνταξιοδότησης
(v) Σε περίπτωση επιβολής της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης από το οικείο πειθαρχικό συμβούλιο
(vi) Σε περίπτωση διδακτικής, παιδαγωγικής ανεπάρκειας ή επαγγελματικής ασυνέπειας που στηρίζεται σε δύο (2) τουλάχιστον εκθέσεις και αφορούν δύο (2) τουλάχιστον συνεχόμενα διδακτικά έτη.
Σας θυμίζουν κάτι όλα τούτα;
Ας ανατρέξουμε στους λόγους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων…
Η νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού.
Για τους κοινούς θνητούς η διάγνωση της νομιμότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους ήταν έργο ενός δικαστή (:Μονομελές Πρωτοδικείο). Για τη διάγνωση της νομιμότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού φαίνεται πως δεν αρκούσε. Απαιτούνταν, κατά το προϋφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, τρεις δικαστές. Επίσης, δύο παρατηρητές (εκ των οποίων ο ένας εκπρόσωπος της ΟΙΕΛΕ).
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως δεν αντιμετωπίζονταν προνομιακά οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί; Δικαίως άραγε;
Η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών-σήμερα
Με την παρ. 1 της διάταξης του άρθρου 10 του ν. 4713/20 αντικαθίσταται το άρθρο 30 ν. 682/1977. Οι εργασιακές τους σχέσεις διέπονται, στο εξής, από τις «εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας» (παρ. 1).
Όμως, η προστασία των εκπαιδευτικών δεν κατήλθε, κατ’ ακρίβεια, στο επίπεδο των λοιπών εργαζομένων-κοινών θνητών. Μια προνομιακή, έναντι εκείνων, αντιμετώπισή τους συναντούμε εκ νέου.
Συγκεκριμένα, στην αμέσως επόμενη παράγραφο (παρ. 2) διαβάζουμε: «Κατά τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας και της καταχρηστικότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ιδιωτικού εκπαιδευτικού …εξετάζεται ιδίως, εάν η καταγγελία αποτελεί αθέμιτη εργοδοτική αντίδραση σε συμπεριφορές του ιδιωτικού εκπαιδευτικού νόμιμες και συμβατικές»
Η διαδικασία αντικατάστασης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών (και, κατ’ όνομα-μόνον, απόλυσής τους) διέπεται πλέον από την εργατική νομοθεσία.
Αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρον (τόσο από πολιτικής όσο και από κοινωνικοοικονομικής απόψεως) να διατρέξει κάποιος τα «επιτεύγματα» του συνδικαλιστικού κινήματος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Διαχρονικά. Από το έτος 1977 (ιδίως) μέχρι και απολύτως πρόσφατα.
Θα εντοπίσει, παράλληλα, την εξέλιξη ενός τμήματος της πολιτικής ιστορίας του τόπου.
Δεν θα εντοπίσει, όμως, ένα σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης. Το αντίθετο.
Δεν θα εντοπίσει, επίσης, ένα μέτρο δίκαιης αντιμετώπισης των εργαζομένων.
Θα εντοπίσει ένα μέσο διαχωρισμού των εργαζομένων σε «πατρικίους» και «πληβείους». Ή, επί το ελληνικότερον, σε «ελεύθερους» και «δούλους».
Οι (δεκαετιών) αδικίες άρθηκαν.
Για τον χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Για τους λοιπούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Αποδεικνύεται, εν τέλει, πως δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κάποιοι εργαζόμενοι ή κλάδοι εργαζομένων ως «ιερές αγελάδες». Η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 3) πίστη μας, δεν προβλέπει την ύπαρξή τους.
Εν τέλει: Μοιρολογήτρες ήταν οι μαυροφορεμένες εκείνες γυναίκες που θρηνούσαν, επ’ αμοιβή συνήθως, τους νεκρούς. Ήταν, κατά το πρόσφατο παρελθόν, επάγγελμα. Τις συναντήσαμε, εκ νέου, με αφορμή την (πρόσφατη) «απώλεια» συγκεκριμένων προνομίων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών.
Σε ό,τι πάντως με αφορά, ευθαρσώς δηλώνω πως ουδεκάν ένα δάκρυ κύλησε στην δεξιά παρειά για τα απωλεσθέντα προνόμια των ιδιωτικών εκπαιδευτικών.
Και τούτο γιατί οι εκ των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ικανοί (και όχι μόνον οι άριστοι) ουδεμία χρείαν αυτών έχουν.
Τουναντίον!
Εξάλλου, με την παρουσία τους λαμπρύνουν, ήδη-από μακρού χρόνου, τον χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης…
Και, ευτυχώς, αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα..
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Σεπτεμβρίου 2020.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.