Α. Οι εξαγοράσιμες μετοχές ως εργαλείο χρηματοδότησης επιχειρήσεων
Μπορεί το εύρος της χρήσης των warrants να μοιάζει σχεδόν ανεξάντλητο (δείτε το σχετικό άρθρο) καθόλου όμως δεν είναι δυνατό να απομειωθεί η δυνητική αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Σημείο συνάντησης αμφοτέρων των μέσων/μεθόδων η κάλυψη, έστω και μερική, των κεφαλαιακών αναγκών μιας επιχείρησης.
Είναι δεδομένο πως οι επιχειρήσεις όταν στερούνται της αναγκαίας ρευστότητας αναζητούν πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν αποδεικνύεται ποτέ γενναιόδωρο μαζί τους-ιδίως την τρέχουσα περίοδο της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που διέρχεται η χώρα.
Εναλλακτικές, μεταξύ άλλων, λύσεις για τις επιχειρήσεις που είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας (ή ακόμα και φερεγγυότητας) είτε αναζητούν χρηματοδότηση των αναπτυξιακών τους πλάνων [είτε πρόκειται για start-ups είτε για αναπτυσσόμενες είτε/και, απλά, για υγιείς επιχειρήσεις-χωρίς όμως δυνατότητα (ή με δυσκολία) πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό]:
(α) η αναζήτηση άλλων εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης (από επαγγελματίες ή μη-μεμονωμένους επενδυτές και
(β) η κεφαλαιακή τους ενίσχυση είτε από τους μετόχους είτε από τρίτους-μη μετόχους (λ.χ. venture capital ή υποψηφίους μετόχους).
Ειδικά όσον αφορά την τελευταία εναλλακτική (κεφαλαιακή ενίσχυση) εύλογα δημιουργούνται προβληματισμοί στους υποψηφίους να συμμετάσχουν μετόχους σχετικά με: (α) την απόδοση της επένδυσής τους, (β) τη διασφάλιση της δυνατότητάς τους να αποχωρήσουν από αυτήν και, αυτονοήτως, (γ) της διασφάλιση της δυνατότητας αποκόμισης του οφέλους στο οποίο, κατ’ ελάχιστον-αρχικά, προσέβλεπαν.
Τους συγκεκριμένους προβληματισμούς επιχείρησε να διασκεδάσει, από δεκαετίας και πλέον, ο τότε σε ισχύ νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες με την εισαγωγή του θεσμού των εξαγοράσιμων μετοχών. Μέχρι τότε η από μέρους μας διαχείριση του σχετικού θέματος ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένη με πολύπλοκες συμβατικές ρυθμίσεις-συμφωνίες μεταξύ των μετόχων. Ρυθμίσεις που προσδοκούσαν να καταστούν άρρηκτες και απολύτως εξασφαλισμένες. Είναι γνωστό όμως πως τέτοιου είδους συμφωνίες έχουν «ενοχικό», μόνον, χαρακτήρα, με την έννοια (και την ανάγκη) της προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια στην περίπτωση της άρνησης εκπλήρωσής τους από τους υπόχρεους, της προσδοκίας της έκδοσης ευνοϊκής απόφασης υπέρ του ενάγοντος και, το σημαντικότερο, της δυνατότητας «εκτέλεσης» σε βάρος του υπόχρεου-υλοποίησης δηλ. της ευνοϊκής απόφασης που ευελπιστούσαμε ότι θα εκδοθεί.
Β. Η βασική λειτουργία των εξαγοράσιμων μετοχών
Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή φερεγγυότητας ή απλά αναζητούν την χρηματοδότηση των business plans που έχουν συντάξει, είναι δυνατό να προσφύγουν στην έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών (redeemable shares, actions rachetables). Οι συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν από την εταιρεία (άρθρο 39 παρ. 1 ν. 4548/2018) είτε ως κοινές είτε ως προνομιούχες με (ή χωρίς) δικαίωμα ψήφου. Το σημαντικό στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως οι εν λόγω μετοχές είναι υποχρεωτικό να εξαγορασθούν από την εκδότρια εταιρεία είτε με δήλωση της τελευταίας είτε του μετόχου που θα συμμετάσχει.
Στην πρώτη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση της εταιρείας) η εταιρεία και οι παλαιοί μέτοχοι διαφυλάσσουν (και διασφαλίζουν) το προϋφιστάμενο (και συνήθως οικογενειακό) μετοχικό σχήμα καθώς και τις σχετικές ισορροπίες σε περίπτωση επίτευξης του σκοπού-για τον οποίο η έκδοση των εξαγοράσιμων μετοχών.
Στην δεύτερη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση των κατόχων εξαγοράσιμων μετοχών) διασφαλίζεται, σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνον η επιλογή του χρόνου υλοποίησης της σχετικής «συμφωνίας» αλλά και, προεχόντως, η ίδια η υλοποίησή της. Και τούτο γιατί αντισυμβαλλόμενος του εισφέροντος τα κεφάλαια-κατόχου εξαγοράσιμων μετοχών δεν είναι κάποιος μεμονωμένος μέτοχος αλλά η ίδια η εταιρεία. Για την περαιτέρω διασφάλιση της θέσης του κατόχου (ή υποψηφίου κατόχου) εξαγοράσιμων μετοχών περαιτέρω διασφαλίσεις (λ.χ. προσωπικές εγγυήσεις και εμπράγματες ασφάλειες από τους λοιπούς μετόχους) δεν είναι δυνατόν, φυσικά, να αποκλειστούν.
Γ. Η αντιμετώπιση των εξαγοράσιμων μετοχών από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες
Η απόφαση (άρθρο 39 παρ. 1ν. 4548/2018) για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών μπορεί να λαμβάνεται από τη Γενική Συνέλευση ή, υπό προϋποθέσεις, από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι μετοχές αυτές είναι δυνατό να εκδοθούν και ως προνομιούχες με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η υλοποίηση της εξαγοράς τους είναι δυνατό να λάβει χώρα με δήλωση της εταιρείας ή του μετόχου και με ταυτόχρονη καταβολή του συμφωνηθέντος αντιτίμου της εξαγοράς.
Οι προϋποθέσεις που ο νόμος θέτει για την υλοποίηση της εξαγοράς τους (άρθρο 39 παρ. 3) είναι:
(α) να υπάρχει, φυσικά, (σχετική) καταστατική πρόβλεψη,
(β) να είναι πλήρως εξοφλημένες
(γ) η εξαγορά να γίνεται με χρήση ποσών τα οποία είναι επιτρεπτό να διανεμηθούν, με το προϊόν νέας έκδοσης μετοχών (προς το σκοπό, δηλ. της εξαγοράς) ή ποσών που απελευθερώνονται από τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου
(δ) Ποσό ίσο με την ονομαστική αξία των εξαγοραζομένων μετοχών οφείλει να αποτελέσει ειδικό αποθεματικό (εκτός κι αν η εξαγορά έγινε με βάση το προϊόν νέας έκδοσης ή ποσών που προέρχονται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου) το οποίο αφενός μεν δεν είναι, κατά βάση, δυνατό να διανεμηθεί αφετέρου δε είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί μόνο για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (με κεφαλαιοποίηση αποθεματικού)
(ε) Όταν λόγω της εξαγοράς προβλέπεται καταβολή πρόσθετου ποσού στους μετόχους, το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί μόνον με χρήση ποσών των οποίων επιτρέπεται η διανομή, προέρχεται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου ή από αποθεματικό διαφορετικό από εκείνο που ανωτέρω (υπό δ) αναφέρθηκε
(στ) η εξαγορά υποβάλλεται σε δημοσιότητα.
Η δήλωση των μετόχων για την εξαγορά (άρθρο 39 παρ. 4) είναι υποχρεωτική όταν πληρούνται οι σχετικοί όροι που θέτει το καταστατικό και, ταυτόχρονα, υπάρχουν στην εταιρεία ποσά διαθέσιμα για την εξαγορά-δυνάμενα να διανεμηθούν. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποδεικνύεται πάρα πολύ σημαντική καθώς σε διαφορετική περίπτωση (:ανυπαρξία διαθέσιμων ποσών) η σχετική δήλωση της εξαγοράς από μέρους του μετόχου ΔΕΝ παράγει αποτελέσματα. Τυχόν παροχή εγγυήσεων ή άλλων ασφαλειών για τον κάτοχο εξαγοραζομένων μετοχών δεν έχει αξία: Η παροχή ασφαλειών, ως παρεπόμενη σύμβαση, μπορεί να λειτουργήσει ΜΟΝΟΝ όταν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξαγορά. Διαφορετικά αποδεικνύεται ως άνευ αντικειμένου.
Σημειώνεται τέλος (άρθρο 39 παρ. 5) πως οι εξαγοράσιμες μετοχές υπάγονται στο καθεστώς των ιδίων μετοχών. Επίσης (άρθρο 39 παρ. 6) πως η Γενική Συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατό να αποφασίσει τη μετατροπή μέρους των υφισταμένων μετοχών σε εξαγοράσιμες-τηρουμένης πάντα της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων.
Δ. Συμπερασματικά
Η αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών αποτελεί ένα, ακόμα, βέλος στη φαρέτρα της επιχείρησης έτσι ώστε να καταστήσει ελκυστική την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στην προσπάθεια υλοποίησης των επιχειρηματικών της στόχων (με την επισήμανση βέβαια πως η εξαγορά των εξαγοράσιμων μετοχών προϋποθέτει την ύπαρξη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην εταιρεία).
Περαιτέρω: Η αξιοποίηση της ευχέρειας του νόμου για μετατροπή μετοχών σε εξαγοράσιμες μπορεί να αποτελέσει και μέσο απόδοσης στους μετόχους τμήματος της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο.
Η δυνητική (βέλτιστη ή/και πολυεπίπεδη) αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού συναρτάται (και πρέπει να συναρτάται) με τα εκάστοτε δεδομένα και τις ανάγκες της επιχείρησης. Όπως όμως και κάθε άλλη επιχειρηματική απόφαση συναρτάται (αυτονοήτως κι ακόμα περισσότερο) με τη στρατηγική και τα συμφέροντα των μετόχων πλειοψηφίας.
Σ’ αυτούς τους τελευταίους και τους συμβούλους τους εναπόκειται ο βέλτιστος σχεδιασμός και υλοποίηση.
Σταύρος Κουμεντάκης
Senior Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Μαρτίου 2019.