Καταστατικό ΑΕ: Έννοια, Νομική Φύση & Τροποποίηση
(άρ. 4 §§3 – 5 ν.4548/2018)
Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την ίδρυση της ΑΕ. Θα προσεγγίσουμε, εδώ, πτυχές του ιδιαίτερα σημαντικού για την πορεία της καταστατικού-την έννοιά του, την νομική του φύση αλλά και τη διαδικασία τροποποίησής του.
Έννοια και Νομική Φύση
Ήδη έχουμε αναφερθεί στην εταιρική σύμβαση της ΑΕ, η οποία στη θεωρία καλείται και ως «καταστατικό εν ευρεία εννοία». Αυτή συμπεριλαμβάνει την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό «εν στενή εννοία».
Ως καταστατικό «εν στενή εννοία» -που κατά κανόνα αναφέρεται, απλά, ως καταστατικό-λογίζεται το κείμενο που συναπαρτίζεται από ρυθμίσεις οργανωτικού χαρακτήρα αλλά και τους δεσμευτικούς κανόνες λειτουργίας της ΑΕ. Οι κανόνες τούτοι είναι αντικειμενικοί, απρόσωποι, αφηρημένοι και διαχρονικοί. Η διαχρονικότητα, μάλιστα, συνίσταται στην εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της ΑΕ.
Λόγω του κανονιστικού του χαρακτήρα, το καταστατικό είναι δεσμευτικό όχι μόνον προς τους συμβαλλόμενους ιδρυτές και μετόχους αλλά έναντι πάντων. Συνιστά sui generis οργανωτική σύμβαση. Τα χαρακτηριστικά του ενοχικού χαρακτήρα της σύμβασης είναι εξασθενημένα. Ο οργανωτικός χαρακτήρας είναι αυτός που επικρατεί και καθιστώντας το, όπως έχει αναφερθεί στη θεωρία, «οιονεί συνταγματικό χάρτη» λειτουργίας (καλύτερα: σύνταγμα) της ΑΕ.
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση σύστασης εταιρείας από έναν και μόνο ιδρυτή δεν πρόκειται για σύμβαση αλλά για μονομερή δικαιοπραξία.
Διάκριση Από Ιδρυτική Πράξη
Η ιδρυτική πράξη αποτελεί την αρχική συμφωνία των ιδρυτών για ίδρυση ΑΕ και των εξατομικευμένων στοιχείων της. Διακρίνεται από το καταστατικό «εν στενή εννοία», αν και στην πραγματικότητα τα όρια τους είναι δυσδιάκριτα. Η ιδρυτική πράξη και το καταστατικό «εν στενή εννοία» αποτυπώνονται σε ένα ενιαίο έγγραφο, χωρίς η διάκρισή τους να παρουσιάζει ιδιαίτερη πρακτική σημασία.
Σε αντίθεση με τα ανωτέρω, σε άλλες έννομες τάξεις η ιδρυτική πράξη και το καταστατικό «εν στενή εννοία» αποτελούν αυτοτελή έγγραφα με διακριτό περιεχόμενο. Στο εταιρικό δίκαιο των ΗΠΑ, λ.χ., υφίσταται το έγγραφο της συστατικής πράξης, το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία που εξατομικεύουν το υπό ίδρυση νομικό πρόσωπο και το έγγραφο του καταστατικού με ρυθμίσεις οργανωτικού χαρακτήρα. Το μεν πρώτο κατατίθεται στην αρμόδια αρχή για την ίδρυση της εταιρείας, το δε δεύτερο δεν είναι απαραίτητο να υποβληθεί στο πλαίσιο του ιδρυτικού σταδίου.
Τροποποίηση Καταστατικού
Ως τροποποίηση νοείται η μεταβολή του περιεχομένου του υφιστάμενου καταστατικού με προσθήκη, κατάργηση, αντικατάσταση, επαναδιατύπωση ή και ερμηνεία ορισμένης διάταξης. Αποτελεί τεχνικό όρο, ο οποίος δηλώνει τη διαδικασία, κατά κύριο λόγο, που λαμβάνουν χώρα τυχόν μεταβολές. Ως τροποποίηση λογίζεται και η μεταβολή που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο (και ως αποτέλεσμα) αύξησης μετοχικού κεφαλαίου-σε αντίθεση με όσα ίσχυαν κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (άρ.13 §4 εδ. β’ κ.ν. 2190/1920).
Τροποποίηση είναι δυνατή ανά πάσα στιγμή. Νοείται τροποποίηση ακόμα και στο στάδιο της εκκαθάρισης. Η διαδικασία της τροποποίησης διαχωρίζεται από το ιδρυτικό στάδιο κατά το οποίο διαμορφώνεται το καταστατικό στην αρχική του μορφή. Το καταστατικό μέχρι την ίδρυση της εταιρείας και την κτήση νομικής προσωπικότητας δεν διαθέτει κανονιστικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί ενοχική σύμβαση. Από τη σύσταση του νομικού προσώπου κι ύστερα κάθε μεταβολή του υπόκειται στην τυπική διαδικασία τροποποίησης.
Διαδικασία Τροποποίησης
Το καταστατικό από τη σύσταση του νομικού προσώπου και έπειτα δεν αποτελεί μια συνήθη ενοχική σύμβαση, η οποία τροποποιείται με τους κανόνες δικαίου των συμβάσεων. Η τροποποίηση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους κανόνες του εταιρικού δικαίου και ειδικότερα σύμφωνα με όσα ορίζει ο ν.4548/2018.
(α) Αρμόδιο Όργανο Και Σύγκλησή Του
Η τροποποίηση του καταστατικού λαμβάνει χώρα με λήψη απόφασης από το αρμόδιο εταιρικό όργανο. Κατά κανόνα αρμόδια είναι η ΓΣ. Μεταφέρεται η αρμοδιότητα στο ΔΣ, κατ’ εξαίρεση, στις ρητά και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις: έκτακτη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, στο πλαίσιο καταστατικής πρόβλεψης ή απόφασης της ΓΣ που έχει ληφθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (άρ.24 §§ 1 & 2), αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στη περίπτωση που, η ΓΣ αποφασίσει τη θέσπιση προγράμματος διάθεσης μετοχών (αρ. 113 §3). Η αρμοδιότητα, πάντως, λήψης απόφασης για τροποποίηση του καταστατικού είναι αποκλειστική. Δεν είναι δυνατή η εκχώρησή της σε άλλο όργανο ή πρόσωπο.
Πρώτο βήμα, λοιπόν, για την τροποποίηση του καταστατικού αποτελεί η λήψη απόφασης από το ΔΣ για σύγκληση της ΓΣ, τακτικής ή έκτακτης. Βέβαια, δυνατή είναι η λήψη απόφασης και από αυτόκλητη καθολική ΓΣ. Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις αρμοδιότητας του ΔΣ η σύγκληση λαμβάνει χώρα με πρόσκληση του προέδρου του.
(β) Λήψη Απόφασης: απαρτία, πλειοψηφία, τύπος και περιεχόμενο
Η απόφαση για τροποποίηση λαμβάνει χώρα με συνήθη απαρτία και συνήθη πλειοψηφία (άρ.130 §§ 1 &2, άρ.132 §2). Παρ’ όλ’ αυτά, ορισμένες τροποποιήσεις απαιτούν – λόγω της σημαντικότητάς τους – την συγκέντρωση ποσοστών αυξημένης απαρτίας και πλειοψηφίας (άρ.130 §3). Οι αποφάσεις αυτές αναφέρονται τόσο στο άρθρο 130 §3 που αναφέρεται ειδικά στη λήψη απόφασης με αυξημένη απαρτία και αυξημένη πλειοψηφία αλλά και σε άλλες διατάξεις του ν.4548/2018. Πρόκειται για τις ακόλουθες περιπτώσεις:
- μεταβολή της εθνικότητας της εταιρείας,
- μεταβολή του αντικειμένου της επιχείρησης,
- επαύξηση υποχρεώσεων των μετόχων (επί έκδοσης δεσμευμένων μετοχών η υποχρέωση προσφοράς των μετοχών πρώτα στους μετόχους πριν τη μεταβίβαση τους σε τρίτους),
- η τακτική αύξηση του κεφαλαίου (εκτός αν επιβάλλεται εκ του νόμου ή γίνεται με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών),
- η μείωση του κεφαλαίου [εξαίρεση για την οποία αρκεί απλή απαρτία και πλειοψηφία: ακύρωση μετοχών που δεν αποπληρώθηκαν ύστερα από την άκαρπη προσπάθεια της ΑΕ να τις διαθέσει (άρ. 21 §§5 & 6 και 20 §9) και ακύρωση ιδίων μετοχών της ΑΕ, εφόσον δεν κατέστη εφικτή η από μέρους της πώλησή τους (άρ. 49 §§6 & 7)],
- μεταβολή του τρόπου διάθεσης των κερδών,
- συγχώνευση/διάσπαση/μετατροπή/αναβίωση/διάλυση,
- παράταση της διάρκειας της εταιρείας ή μετατροπής της από ορισμένου σε αορίστου χρόνου (άρ.8),
- έκδοση νέων προνομιούχων μετοχών (άρ. 38 §6),
- τροπή μετοχών σε εξαγοράσιμες (άρ.39 §6),
- έκδοση εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων (άρ.76 § 2),
- εισαγωγή ρήτρας διαιτησίας (άρ. 3 § 2 εδ. β’) για την οποία απαιτείται ομοφωνία.
Πέραν των ανωτέρω περιπτώσεων το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας για μεταβολή συγκεκριμένων διατάξεων ή και του συνόλου αυτών.
Όσον αφορά τις αποφάσεις τροποποίησης που λαμβάνονται από το ΔΣ, σύμφωνα με το άρθρο 24 για την έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον των 2/3 του συνόλου των μελών του.
Περιεχόμενο της απόφασης αποτελεί απαραίτητα το κείμενο της τροποποιηθείσας καταστατικής διάταξης, όπως διαμορφώνεται ύστερα από την τροποποίηση. Η απόφαση για τροποποίηση δεν υπόκειται σε συμβολαιογραφικό τύπο, ακόμα και στις περιπτώσεις σύστασης εταιρείας με τον συγκεκριμένο τύπο. Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του αρ. 164 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο τύπος που ο νόμος ορίζει για τη δικαιοπραξία απαιτείται και για τις τροποποιήσεις της.
(γ) Έλεγχος Νομιμότητας και Πληρότητας
Ύστερα από τη λήψη απόφασης για το ιδρυτικό καταστατικό ή την τροποποίησή του ακολουθεί υποβολή της (μαζί με το νέο καταστατικό) και σχετική αίτηση καταχώρισης δημοσιευτέας πράξης προς την αρμόδια Υπηρεσία ΓΕΜΗ. Αυτή διενεργεί έλεγχο νομιμότητας και πληρότητας. Όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας, αφορά την εξέταση της εναρμόνισης του καταστατικού με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (αρ. 9-αναλυτικότερα σε επόμενη αρθρογραφία μας). Σε όσες περιπτώσεις είναι απαραίτητη, για την ολοκλήρωση της τροποποίησης απαιτείται έγκριση από τη Διοίκηση.
(δ) Δημοσιότητα
Η τροποποίηση ολοκληρώνεται με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας (άρ. 13). Η δημοσιότητα περιλαμβάνει την απόφαση τροποποίησης, το τροποποιημένο καταστατικό (και την έγκριση από τη Διοίκηση). Η δημοσίευση στο ΓΕΜΗ έχει συστατικό χαρακτήρα. Αποφάσεις που θα είναι σύμφωνες με το νέο καταστατικό (τις μετά την τροποποίηση διατάξεις του) αλλά όχι με το υφιστάμενο είναι δυνατόν να ληφθούν κατά την ίδια συνεδρίαση στην οποία θα αποφασισθεί η τροποποίηση (άρ.4 §4). Ωστόσο, η δημοσίευση τροποποίησης στο ΓΕΜΗ αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την ισχύ και την παραγωγή δεσμευτικών εννόμων συνεπειών. Μέχρι τότε, η απόφαση τελεί υπό την αίρεση της δημοσιότητας και δεν μπορεί να εφαρμοστεί νομικά. Κι είναι λογικό: διασφαλίζεται, έτσι, η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία των μετόχων και τρίτων συναλλασσόμενων.
Κωδικοποίηση Καταστατικού
Σε αντίθεση με την τροποποίηση, αποκλειστικά επιφορτισμένο με την κωδικοποίηση του καταστατικού είναι το ΔΣ. Πρόκειται για την εναρμόνιση του καταστατικού με τις μεταβολές που έλαβαν χώρα με την τροποποίηση. Η κωδικοποίηση στοχεύει στην αποτύπωση της μεταβολής αλλά και στην αποσαφήνιση της διατήρησης του λοιπού κειμένου αμετάβλητου. Η κωδικοποίηση ακολουθεί την τροποποίηση και γι’ αυτήν δεν απαιτείται λήψη απόφασης από τη ΓΣ ή έγκριση από τη Διοίκηση. Μάλιστα, το έργο της κωδικοποίησης μπορεί να διενεργηθεί από ολόκληρο το ΔΣ, συγκεκριμένο μέλος του ή και τρίτο. Σε κάθε περίπτωση υπεύθυνο παραμένει ολόκληρο το ΔΣ. Το κωδικοποιημένο καταστατικό υπογράφεται από τον Πρόεδρο του ΔΣ ή νόμιμο αναπληρωτή του (άρ.4 §3) και υποβάλλεται σε δημοσιότητα μαζί με την τροποποίηση του καταστατικού.
Διάκριση Τροποποίησης από Προσαρμογές
Θα πρέπει να διακριθούν οι τροποποιήσεις του καταστατικού από τυχόν προσαρμογές του, που λαμβάνουν χώρα με βάση απαιτήσεις του νόμου. Πρόκειται για περιπτώσεις που απαιτείται προσαρμογή του κειμένου, ώστε να εναρμονιστεί με τις εν τοις πράγμασι μεταβολές που έλαβαν χώρα. Κατά κανόνα αφορούν αύξηση ή μείωση κεφαλαίου αλλά και αναπροσαρμογή του (άρ.28 §2, άρ.58 §3 και άρ.71 §4)˙ δεν εφαρμόζεται, στις περιπτώσεις αυτές, η §3 του άρ. 4, που προϋποθέτει απόφαση ΓΣ ή, σε ειδικές περιπτώσεις, απόφαση του ΔΣ. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου δεν απαιτείται κωδικοποίηση του καταστατικού, καθώς δεν πρόκειται για τροποποίηση αλλά μόνο η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Εκ μέρους της θεωρίας έχουν (και ορθά) διατυπωθεί αντιρρήσεις. Αν και δεν αποτελούν «εν στενή εννοία» τροποποίηση με την τεχνική του όρου έννοια, λαμβάνει χώρα μεταβολή του κειμένου του καταστατικού. Επομένως, τόσο για λόγους ασφάλειας και προστασίας των τρίτων όσο και για λόγους ακρίβειας του περιεχομένου του δημοσιευμένου στο ΓΕΜΗ καταστατικού κρίνεται αναγκαία η υποβολή κωδικοποιημένου καταστατικού και σε αυτήν την περίπτωση.
Το καταστατικό της ΑΕ είναι (χωρίς αμφιβολία) το σημαντικότερο από τα έγγραφά της. Στη βάση του συγκεκριμένου δεδομένου, τόσο η σύσταση όσο και η τροποποίησή του αντιμετωπίζονται με αυστηρές προϋποθέσεις και ιδιαίτερη σοβαρότητα από τον νόμο. Η τελευταία μάλιστα (:σοβαρότητα του νόμου) μοιάζει αναντίστοιχη σε σχέση μ’ εκείνη με την οποία αντιμετωπίζουν το καταστατικό και το περιεχόμενό του οι άμεσα ενδιαφερόμενοι/επιχειρηματίες, που επιλέγουν την ΑΕ. Το καταστατικό, μάλιστα, γίνεται ακόμα σοβαρότερη υπόθεση αν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενό του. Περί αυτού, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).
