Η Έδρα της ΑΕ
(άρθρο 7 ν.4548/2018)
Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το καταστατικό της ΑΕ. Στο ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενό του συμπεριλαμβάνεται και ο ορισμός της έδρας της. Η επιλογή αυτή δεν αποτελεί ήσσονος σημασίας και βαρύτητας ζήτημα. Και τούτο γιατί έχει ως αποτέλεσμα σειρά σημαντικών συνεπειών σε διάφορους τομείς λειτουργίας της. Για τα περισσότερο σημαντικά, σχετικά, ζητήματα, το παρόν.
Έννοια Έδρας και Δευτερεύουσες Εγκαταστάσεις
Η έδρα κάθε νομικού προσώπου αποτελεί το «συνδετικό κρίκο» του με ορισμένο τόπο. Αντιστοιχεί με την κατοικία του φυσικού προσώπου.
Η ΑΕ μπορεί να διαθέτει, αποκλειστικά, μία έδρα (αρχή αποκλειστικότητας της έδρας). Η έδρα θα πρέπει, όμως, να διακριθεί από τις Δευτερεύουσες Εγκαταστάσεις. Αυτές μπορούν να είναι περισσότερες της μίας και αποτελούν τόπους στους οποίους αναπτύσσεται η συναλλακτική δραστηριότητα της ΑΕ. Συνιστούν (ενδεικτικά) υποκαταστήματα της εταιρείας, γραφεία αντιπροσωπείας, πρακτορεία.
Καταστατική Έδρα
Ο σύνδεσμος της ΑΕ με συγκεκριμένο τόπο ορίζεται στο καταστατικό και αποτυπώνεται στο ελάχιστο περιεχόμενό του (άρ.5 §1 στοιχ. β). Έδρα της ΑΕ μπορεί να είναι μόνον Δήμος εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Δεν είναι απαραίτητος (και, προφανώς, απολύτως αντενδείκνυται) ο καταστατικός προσδιορισμός της διεύθυνσης της ΑΕ. Συστήνεται, στο πλαίσιο αυτό, η μη αναγραφή της διότι σε περίπτωση μεταβολής της διεύθυνσης εντός του ορισμένου ως έδρα Δήμου, αρκεί η απόφαση ΔΣ. Σε αντίθετη περίπτωση, ακόμα και η μεταφορά εντός του Δήμου προϋποθέτει απόφαση της ΓΣ και τροποποίηση του καταστατικού.
Σε περίπτωση μη αναγραφής της έδρας στο καταστατικό, δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της καταχώρισης του στο ΓΕΜΗ. Κατά τον έλεγχο του καταστατικού από την ΥΓΕΜΗ, το αίτημα των ιδρυτών θα απορριφθεί και θα πρέπει να συμπληρωθεί εντός πενθημέρου από τη λήψη σχετικής πρόσκλησης (άρ.9 §5 ν.4919/2022). Ακόμα, όμως κι αν λάβει χώρα (από παραδρομή) καταχώριση, η ΑΕ δεν κινδυνεύει από ακυρότητα σύστασης λόγω έλλειψης καταστατικής έδρας καθώς δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους ακύρωσής της (άρ.11).
Πραγματική Έδρα
Η σύμπτωση καταστατικής έδρας με τον τόπο της πραγματικής άσκησης της διοίκησης και δραστηριοποίησης της ΑΕ δεν είναι δεδομένη˙ δεν είναι, πολύ περισσότερο, υποχρεωτική. Μάλιστα, η πραγματική έδρα του νομικού προσώπου, όπως στη συνέχεια αναφέρεται, , επιφέρει σημαντικές έννομες συνέπειες.
Λειτουργίες της Έδρας
(α) Η Έδρα ως Τόπος Σύγκλησης των Εταιρικών Οργάνων
Τα εταιρικά όργανα της ΑΕ συγκαλούνται κατά κανόνα στην έδρα της. Το ΔΣ πρέπει, βεβαίως, να συνεδριάζει στην έδρα της (άρ.90 §1). Νοείται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε διεύθυνση εντός του Δήμου που ορίζεται στο καταστατικό και όχι υποχρεωτικά τα γραφεία της ΑΕ. Το καταστατικό είναι δυνατό να ορίζει την επιλογή σύγκλησης του ΔΣ και σε διαφορετικό Δήμο από αυτόν της έδρας (άρ.90 §2). Σε περίπτωση που λείπει σχετική καταστατική πρόβλεψη, η συνεδρίαση εκτός του Δήμου της έδρας είναι δυνατή με την παρουσία (και αναντίρρητη συμμετοχή) του συνόλου των μελών του.
Αντίστοιχα, και η ΓΣ συγκαλείται στην έδρα της ΑΕ. Είναι, και στην προκειμένη περίπτωση, δυνατή η καταστατική πρόβλεψη για σύγκλησή της σε διαφορετικό τόπο. Επί καθολικής ΓΣ και αναντίρρητης, επίσης, συμμετοχής του συνόλου των μετόχων είναι δυνατή η συνεδρίαση και σε άλλο τόπο.
(β) Η Έδρα ως Κριτήριο Εφαρμογής Κανόνων Ουσιαστικού Δικαίου
Ανάμεσα σε άλλες θεωρίες για τον εντοπισμό των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου που διέπουν το νομικό πρόσωπο (εν προκειμένω της ΑΕ), στην ελληνική έννομη τάξη επικράτησε η θεωρία της πραγματικής έδρας. Δόθηκε προβάδισμα στον τόπο με τον οποίο η εταιρεία διαθέτει ένα σταθερό και σοβαρό δεσμό. Το δίκαιο που διέπει τη λειτουργία της είναι αυτό της πραγματικής δραστηριοποίησής της, ακόμα κι αν αυτός δεν ταυτίζεται με την καταστατική της έδρα. Η αποδοχή της εν λόγω θεωρίας συνεπάγεται «ειδική» μεταχείριση των αλλοδαπών νομικών προσώπων, τα οποία δεν έχουν συσταθεί σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Νομικά πρόσωπα για την ίδρυση των οποίων δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις των εθνικών κανόνων δικαίου δεν αναγνωρίζονται ως εγκύρως συσταθέντα. Λογίζονται ως «εν τοις πράγμασι» προσωπικές εταιρείες και επ’ αυτών -σύμφωνα με τη θεωρία της πραγματικής έδρας- εφαρμόζονται οι ελληνικοί κανόνες δικαίου. Η εφαρμογή της πραγματικής έδρας σε αυτές τις περιπτώσεις στοχεύει στην αποφυγή ίδρυσης εταιρειών σε χώρες με διαφορετικό (ευνοϊκό, ενδεχομένως) φορολογικό καθεστώς και δραστηριοποίησης εντός της ελληνικής επικράτειας θέτοντας σε κίνδυνο την προστασία της εγχώριας έννομης τάξης, των εταιρικών δανειστών αλλά και των μετόχων μειοψηφίας.
Το δίκαιο της πραγματικής έδρας εφαρμόζεται σε ζητήματα σύστασης, ικανότητας δικαίου, λύσης του νομικού προσώπου, στις εσωτερικές σχέσεις της εταιρείας, στην ευθύνη των οργάνων και των μελών του νομικού προσώπου έναντι τρίτων (εκτός αν πρόκειται για ευθύνη από αδικοπραξία-lex delicti) και ζητήματα συνδεδεμένων εταιρειών.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ενωσιακή νομολογία εξαίρεση από τον κανόνα της πραγματικής έδρας αποτελεί η αναγνώριση ικανότητας δικαίου και διαδίκου σε νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους της ΕΕ. Σε αυτές τις περιπτώσεις σύμφωνα με τη θεωρία της συστάσεως εφαρμόζονται οι κανόνες δικαίου του κράτους της καταστατικής έδρας. Εξαιρετική περίπτωση αποτελεί και αυτή των ναυτιλιακών εταιρειών του άρ. 1 ν.791/1987. Δεν τίθεται θέμα ακυρότητας της σύστασης αλλοδαπών νομικών προσώπων, εφόσον εφαρμόζονται κυρωτικές διεθνές συμφωνίες (Συνθήκη Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ της Ελλάδας και των ΗΠΑ-λ.χ.). Εξαιρετική περίπτωση αποτελούν και οι Ευρωπαϊκές Εταιρείες (SE), όπως στη συνέχεια θα διερευνηθεί.
(γ) Η Έδρα Από Πλευράς Εθνικού και Διεθνούς Δικονομικού Δικαίου
Αρμόδιο, κατά τόπο, δικαστήριο για την επίλυση εταιρικών διαφορών είναι το δικαστήριο της έδρας της εταιρείας. Και σε αυτήν την περίπτωση ως έδρα νοείται η πραγματική. Δυνατή είναι η εναγωγή νομικών προσώπων στην έδρα των υποκαταστημάτων τους, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά αφορά το συγκεκριμένο υποκατάστημα.
Τα ελληνικά δικαστήρια διαθέτουν διεθνή δικαιοδοσία για διαφορές από την εταιρική σχέση της εταιρείας με τους εταίρους ή τους εταίρους μεταξύ τους, εφόσον η πραγματική έδρα της βρίσκεται στην Ελλάδα. Στην περίπτωση ενδοκοινοτικών διαφορών εφαρμόζεται ο κανονισμός 1215/2012. Για την εφαρμογή του απαιτείται το νομικό πρόσωπο (εν προκειμένω ΑΕ) να έχει την καταστατική του έδρα, την κεντρική του διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή του στο έδαφος κράτους μέλους της ΕΕ. Στην περίπτωση που πληρούνται περισσότερα από τα τρία κριτήρια, εναπόκειται στην ευχέρεια του ενάγοντος να επιλέξει μεταξύ των επιμέρους τόπων.
Στην περίπτωση πτώχευσης, αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη.
Μεταφορά Έδρας
Στην περίπτωση μετακίνησης της πραγματικής έδρας στην αλλοδαπή, το ελληνικό δίκαιο δεν απαιτεί λύση, εκκαθάριση της εν λόγω εταιρείας και διαγραφή της από το ΓΕΜΗ. Αποτέλεσμα, παρά ταύτα, της μεταφοράς της πραγματικής έδρας στο εξωτερικό αποτελεί η παύση εφαρμογής των ελληνικών κανόνων δικαίου. Δεν παραβλέπεται σε αυτήν την περίπτωση η ανασφάλεια δικαίου, στην οποία οδηγεί η θεωρία της πραγματικής έδρας.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, για τη μεταβολή της έδρας εντός του Δήμου όπου η καταστατική έδρα, αρκεί απόφαση ΔΣ. Αν η καταστατική έδρα μεταφέρεται σε έτερο Δήμο (ή αναφέρεται στο καταστατικό και η συγκεκριμένη διεύθυνσή της), απαιτείται απόφαση ΓΣ ως τροποποίηση του καταστατικού. Σε αυτήν την περίπτωση η απόφαση λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Όταν, όμως, η έδρα μεταφέρεται στην αλλοδαπή (εταιρική κινητικότητα), λαμβάνει χώρα μεταβολή της εθνικότητας της ΑΕ, για την οποία απαιτείται η αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρ.130 §3).
Επί μεταφοράς της έδρας σε κράτος – μέλος της ΕΕ ανακύπτουν ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Η δυνατότητα μεταφοράς της στην αλλοδαπή εξαρτάται τόσο από το δίκαιο του κράτους προέλευσης όσο και του κράτους υποδοχής. Ωστόσο, λόγω της ποικιλομορφίας των εθνικών κανόνων δικαίου δεν αποκλείεται η δυνατότητα μεταφοράς από το δίκαιο του κράτους προέλευσης και η απαγόρευση από εκείνο του κράτους υποδοχής. Το ΔΕΕ εξετάζοντας περιπτώσεις μεταφοράς της έδρας εντός της ΕΕ και λαμβάνοντας υπόψη την ελευθερία εγκατάστασης (άρ. 49 ΣΛΕΕ) έχει αναγνωρίσει προβάδισμα στο κράτος προέλευσης. Υπό αυτήν την έννοια η αναγνώριση της σύστασης από δίκαιο κράτους μέλους παρέχει «ευρωπαϊκό διαβατήριο» μεταφοράς της έδρας εντός της ΕΕ. Εφόσον το κράτος προέλευσης, το οποίο επέτρεψε τη σύσταση του νομικού προσώπου, παρέχει δυνατότητα διατήρησης του νομικού προσώπου και μετά τη μεταφορά της έδρας του σε άλλο κράτος-μέλος, αυτή θα πρέπει να θεωρείται (νομίμως) συσταθείσα και σε αυτό. Μάλιστα, το κράτος υποδοχής δεν γίνεται ανεκτό να προβάλει εμπόδια αναγνώρισης του νομικού προσώπου, εφόσον το κράτος προσέλευσης παρέχει την εν λόγω δυνατότητα. Βέβαια, θα πρέπει να γίνει αποδεκτό πως δεν αποκλείεται η προβολή ενστάσεων αναγνώρισης από μέρους του κράτους υποδοχής για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Σημειώνεται πως η περίπτωση μεταφοράς της έδρας σε άλλο κράτος-μέλος με διατήρηση του ίδιου εταιρικού τύπου και τη συνέχιση εφαρμογής των κανόνων δικαίου του κράτους προσέλευσης, θα πρέπει να διακριθεί από την περίπτωση των διασυνοριακών μετατροπών. Σε αυτήν την περίπτωση η εταιρεία μετατρέπεται σε άλλο εταιρικό μόρφωμα, όπως αυτό προβλέπεται στο κράτος υποδοχής.
Ευρωπαϊκή Εταιρεία
Η μετακίνηση της έδρας της ΑΕ σε άλλο κράτος-μέλος εμφανίζει σημαντικές δυσκολίες. Η εταιρική κινητικότητα εντός της ΕΕ διευκολύνεται μέσω της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE). Θεσπίστηκε με τον Κανονισμό 2157/2001 και το νομοθετικό της πλαίσιο συμπληρώνεται με την Οδηγία 2001/86/ΕΚ. Στην ελληνική έννομη τάξη οι Ευρωπαϊκές Εταιρείες διέπονται από τον ν. 3412/2005 και το π.δ. 91/2006.
Πρόκειται για κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία αποκτά νομική προσωπικότητα με καταχώριση στο εμπορικό μητρώο του κράτους-μέλους, της καταστατικής της έδρας. Αντικείμενο δραστηριοποίησης της είναι οι διασυνοριακές δραστηριότητες. Δεν είναι δυνατή η σύστασή της από φυσικό πρόσωπο.
Σημαντική διαφορά που εντοπίζεται σε σχέση με τον εταιρικό τύπο της ΑΕ (και γενικά με τα λοιπά νομικά πρόσωπα) αποτελεί η υποχρεωτική σύμπτωση της καταστατικής με την πραγματική της έδρα.
Κύριο χαρακτηριστικό της, που καθιστά τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο περισσότερο ευέλικτο σε σχέση με τις εθνικές εταιρείες αποτελεί η δυνατότητα ελεύθερης μεταφοράς της έδρας εντός της ΕΕ. Η μεταφορά της έδρας χωρίς προϋποθέσεις και υποχρεώσεις λύσης και εκκαθάρισης, διατηρώντας το νομικό πρόσωπο αποτελεί , εξάλλου, τον βασικό λόγο ύπαρξής της. Οι Ευρωπαϊκές Εταιρείες έχουν φορολογικά οφέλη κατά τη μεταφορά της έδρας τους.
Η επιλογή της καταστατικής έδρας της ΑΕ μοιάζει (και συνήθως αποτελεί) μια εύκολη -από τις ευκολότερες- επιλογή. Συνδέεται, κατά κανόνα, με τον τόπο όπου ο (ιδιόκτητος ή μισθούμενος) χώρος των γραφείων ή της κύριας εγκατάστασής της. Η συγκεκριμένη, όμως, επιλογή αποκτά σημαντικές, το δίχως άλλο, συνέπειες στη ζωή και επιχειρηματική δράση της ΑΕ. Θα πρέπει, κατά τούτο να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά την επιλογή της. Η τελευταία, μάλιστα, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και την πραγματική έδρα της ΑΕ-τον τόπο της πραγματικής, δηλ., δραστηριοποίησής της. Αντίστοιχη, βέβαια, προσοχή θα πρέπει να επιδεικνύεται και κατά την επιλογή της καταστατικής διάρκειας της ΑΕ. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).
