Λύση AE Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Μετόχων
(άρ.166 ν.4548/2018)
Μας απασχόλησε, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας η λύση της ΑΕ ύστερα από αίτημα εκείνων που έχουν έννομο συμφέρον. Θα μας απασχολήσει εδώ η λύση της ΑΕ με πρωτοβουλία μετόχων της.
Εισαγωγικά
Χωρίς ιδιαίτερες τροποποιήσεις της προυφιστάμενης σχετικής διάταξης, ο νομοθέτης προβλέπει (άρ. 166) τη δικαστική λύση της ΑΕ ύστερα από αίτημα μετόχων. Η δικαιολογητική βάση εδράζεται, κατά κύριο λόγο, στην προστασία εκείνων˙ δευτερευόντως των τρίτων που συναλλάσσονται με την ΑΕ.
Η υποβολή αίτησης από μετόχους για δικαστική λύση της ΑΕ συνιστά δικαίωμα. Δικαίωμα, μάλιστα, το οποίο δε είναι δυνατό ούτε να αποκλειστεί ούτε να περιορισθεί με καταστατική ρύθμιση. Εξαιτίας του αναγκαστικού χαρακτήρα της σχετικής διάταξης δεν παρέχεται στους μετόχους περιθώριο ή ευχέρεια για αποκλίσεις.
Αποκλειστικό όριο, πέραν εκείνου που τίθεται από τις προϋποθέσεις του νόμου, συνιστά η γενική υποχρέωση πίστης των μετόχων προς την ΑΕ, σε συνδυασμό με την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης του εν λόγω δικαιώματος.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν εφαρμόζεται στις εισηγμένες ΑΕ.
Προϋποθέσεις Υποβολής Αιτήματος Δικαστικής Λύσης
(α) Μετοχική Ιδιότητα
Απαραίτητη είναι η μετοχική ιδιότητα του αιτούντος. Αδιάφορη, όμως, η κατηγορία των μετοχών που διαθέτει. Δεν νομιμοποιούνται άλλα πρόσωπα να αιτηθούν τη λύση (με βάση τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση), ακόμα κι αν διαθέτουν έννομο συμφέρον.
(β) Εκπροσώπηση Ελάχιστου Καταβεβλημένου Μετοχικού Κεφαλαίου
Απαιτείται η συγκέντρωση ενός ελάχιστου καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ειδικότερα, ο αιτών ή, κατά περίπτωση, οι αιτούντες πρέπει να εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον ίσο με 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου (:δεν συμπεριλαμβάνονται οι μετοχές που έχουν αναληφθεί αλλά δεν έχει καταβληθεί το αναλογούν κεφάλαιο).
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η υποβολή της αίτησης αποτελεί δικαίωμα των μετόχων όχι, όμως, και της μειοψηφίας. Οι μέτοχοι της πλειοψηφίας, επομένως, δεν αποκλείονται από την άσκησή του.
(γ) Σπουδαίος Λόγος
Γενικά
Προϋπόθεση της λύσης συνιστά η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια που, κατά περίπτωση, εξειδικεύεται.
Ο σπουδαίος λόγος χαρακτηρίζεται από την αδυναμία συνέχισης λειτουργίας της ΑΕ, την καθολικότητα της εν λόγω αδυναμίας και της μονιμότητας της (18051/2017 ΠΠρΘεσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Όσον αφορά, ειδικότερα, την αδυναμία λειτουργίας και συνέχισης της ΑΕ θα πρέπει να προκύπτει, ως αποτέλεσμά τους, η αποτροπή της επιδίωξης των εταιρικών σκοπών, της λειτουργίας των οργάνων και της αποτελεσματικής άσκησης των μετοχικών δικαιωμάτων («παράλυση εμπορικής δραστηριότητας», 112/2020 ΜΠρΒερ, ΤΝΠ Qualex.gr). Τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τον σπουδαίο λόγο, πρέπει να συνδέονται αιτιωδώς -αλλά και κατά τρόπο προφανή- με την αδυναμία συνέχισης της εταιρείας.
Υπό την έννοια της καθολικότητας του σπουδαίου λόγου, νοείται η αδυναμία λειτουργίας του συνόλου της εταιρικής δραστηριότητας.
Τέλος, όσον αφορά τη μονιμότητα, δεν αρκεί η παροδική δυσλειτουργία, η οποία είναι δυνατό, τελικά, να αρθεί. Μόνο το μη αναστρέψιμο της σχετικής κατάστασης μπορεί να καταστήσει αναγκαία τη λύση της ΑΕ.
Επισημαίνεται ότι η μη αποτελεσματική επιδίωξη των εταιρικών σκοπών και η μη κερδοφόρα διαχείριση δε είναι δυνατό, αυτοτελώς, να στοιχειοθετήσουν την προϋπόθεση του σπουδαίου λόγου.
Η πιθανολόγηση, πάντως, του σπουδαίου λόγου δεν αρκεί. Απαιτείται επίκληση και απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που τον συνιστούν.
Καταστατική πρόβλεψη σπουδαίων λόγων λύσης δεν δεσμεύει το δικαστήριο.
Ενδεικτικό Παράδειγμα Σπουδαίου Λόγου
Ο νομοθέτης προβαίνει σε αναφορά μιας ενδεικτικής περίπτωσης σπουδαίου λόγου. Πρόκειται για την αδυναμία εκλογής ΔΣ ή συνέχισης λειτουργίας της ΑΕ λόγω ύπαρξης δύο ίσων συμμετοχών στην εταιρεία. Το συγκεκριμένο θέμα (της ΑΕ ίσων συμμετοχών) μας έχει και στο παρελθόν, αυτοτελώς-λόγω της σοβαρότητάς του, απασχολήσει.
Ως περίπτωση ίσων συμμετοχών νοείται η ύπαρξη δύο ισοδύναμων ομάδων μετοχών με ίσα ποσοστά (50%-50%) με αποτέλεσμα να απαιτείται συμφωνία περισσότερων για να ληφθεί απόφαση. Ύπαρξη ίσων συμμετοχών νοείται και στην περίπτωση που το μετοχικό κεφάλαιο που συμμετέχει στη λήψη της απόφασης αποτελείται από δύο συμπαγείς ομάδες με ίσα ποσοστά. Και στην τελευταία αυτή περίπτωση, συνεπώς, οδηγούμαστε στο ίδιο «αδιέξοδο»: αδυναμίας λήψης απόφασης.
Η ασυμφωνία των δύο ισοδύναμων ομάδων μετοχών δεν πρέπει να είναι αυτοτελές περιστατικό. Απαιτείται μια συστηματική άρνηση της μιας ομάδας να συμφωνήσει με την άλλη.
Επισημαίνεται ότι η συστηματική ασυμφωνία πρέπει να αφορά αποκλειστικά είτε την αδυναμία λήψης αποφάσεων για την εκλογή ΔΣ στο πλαίσιο ΓΣ ή αδυναμία λειτουργίας του ΔΣ (η οποία θεωρείται πλασματική έλλειψη ΔΣ).
Η ασυμφωνία των μελών του ΔΣ ή της ΓΣ αποδεικνύεται από τα πρακτικά των συνεδριάσεών τους. Επίσης από εξωεταιρικές συμφωνίες ή άλλα, επαρκή, αποδεικτικά μέσα.
Ο σπουδαίος λόγος πρέπει να αφορά άμεσα την ίδια τη λειτουργία της εταιρείας. Ωστόσο, όταν πρόκειται για προσωποπαγείς εταιρείες, οι οποίες εξαρτώνται στενά από τα ίδια τα πρόσωπα των μετόχων, θα μπορούσε να αφορά και τον ίδιο τον αιτούντα (μέτοχο).
Η υπαιτιότητα των προσώπων που προκαλούν τον σπουδαίο λόγο είναι αδιάφορο να διαπιστωθεί. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι παράλληλα και υπαίτιος της κατάστασης αυτής, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να απορρίψει την αίτηση του ως καταχρηστική.
Διαδικασία Δικαστικής Λύσης
Γενικά
Για τη δικαστική λύση της ΑΕ υποβάλλεται αίτημα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της. Η αίτηση δικάζεται σύμφωνα με την εκούσια δικαιοδοσία.
Απαραίτητο περιεχόμενο της αίτησης αποτελεί η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της υπόθεσης, το αίτημα για δικαστική λύση και σαφής έκθεση των περιστατικών που συνιστούν σπουδαίο λόγο. Επίσης, η ενεργητική νομιμοποίηση του αιτούντος για την υποβολή του συγκεκριμένου αιτήματος. Στην αίτηση, επίσης, πρέπει αναφέρονται τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του αρμοδίου Δικαστηρίου (άρ.3 παρ.1). Αν και η έλλειψη του δεν οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης, είναι δυνατό να συμπεριληφθεί και αίτημα διορισμού εκκαθαριστών.
Η αίτηση κοινοποιείται στην ΑΕ, η οποία αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.
Η δημοσιότητα της αίτησης στο ΓΕΜΗ δεν αποτελεί στοιχείο του παραδεκτού της συζήτησης της αίτησης (μολονότι απαιτείται κατ’ άρ.166 §8).
Παρέμβαση Λοιπών Μετόχων
Ο νομοθέτης χορήγησε στους λοιπούς μετόχους τη δυνατότητα να αποτρέψουν τη δικαστική λύση. Προβλέπεται, ειδικότερα, δικαίωμα του μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον ίσο με 1/3 του αναληφθέντος (και όχι καταβληθέντος) μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσουν παρέμβαση. Με την εν λόγω παρέμβαση ζητούν την αποφυγή λύσης και την άρση της αδυναμίας λειτουργίας της με εξαγορά των μετοχών του αιτούντος. Συνεπώς, με την εν λόγω επιλογή απαλλάσσεται ο αιτών από το εταιρικό «αδιέξοδο» που τον οδήγησε στην εκκίνηση της εν λόγω διαδικασίας αλλά και των λοιπών μετόχων, οι οποίοι πιθανώς να μην επιθυμούν τη λύση της ΑΕ.
Η παρέμβαση ασκείται με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στο δικαστήριο που εκδικάζεται η αίτηση και, επιπρόσθετα, με την επίδοση προς τον αιτούντα και την ΑΕ.
Σε περίπτωση κατάθεσης παρέμβασης εκ μέρους των λοιπών μετόχων το δικαστήριο προβαίνει σε εξέτασή της και, αν την κάνει δεκτή, δεν ελέγχει τη στοιχειοθέτηση του σπουδαίου λόγου λύσης. Η διαφωνία των μετόχων ως προς τη λύση της ΑΕ ενώπιον του δικαστηρίου αρκεί για να εξεταστεί το ζήτημα απαλλαγής του αιτούντος με εξαγορά αντί λύσης. Παραδεκτό, επομένως, της πρόσθετης παρέμβασης συνιστά μόνον η υποβολή της αίτησης, όχι και η ύπαρξη σπουδαίου λόγου.
Εφόσον γίνει δεκτή η παρέμβαση, το δικαστήριο ορίζει το αντάλλαγμα των εξαγοράσιμων μετοχών και τους όρους καταβολής. Το αντάλλαγμα πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των μετοχών. Η σχετική διάταξη (:άρ. 166) θέτει ανώτατο όριο για το ύψος εξαγοράς των μετοχών: το ποσό εκείνο που θα λάμβαναν οι αιτούντες μετά το στάδιο της εκκαθάρισης, το οποίο μπορεί να προσαυξηθεί μέχρι 20%. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει με μη οριστική απόφαση τη διενέργεια (μη δεσμευτικής γι’ αυτό) πραγματογνωμοσύνης.
Οι μετοχές, στην περίπτωση περισσότερων παρεμβαινόντων, κατανέμονται κατά τον οριζόμενο στην παρέμβαση τρόπο, εκτός αν έχει οριστεί κατανομή των μετοχών ανάλογα με το ποσοστό των παρεμβαινόντων. Τυχόν καταστατικές προβλέψεις για δέσμευση των προς εξαγορά μετοχών δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός κι αν έχει προβλεφθεί διαφορετικά στο καταστατικό.
Η απόφαση για την εξαγορά είναι δεσμευτική και διαπλαστική˙ το αποτέλεσμά της εξαρτάται από την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης της καταβολής του ανταλλάγματος που θα οριστεί. Δεν απαιτείται δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ.
Το δικαστήριο θέτει προθεσμία ολοκλήρωσης της εξαγοράς. Αν, λόγω υπαιτιότητας του υπόχρεου εξαγοράς των μετοχών δεν ολοκληρωθεί εμπροθέσμως, είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση (ύστερα από αίτηση των αιτούντων). Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, θα πρέπει να αποδειχθεί ο σπουδαίος λόγος.
Αν η παρέμβαση απορριφθεί, ακολουθείται η διαδικασία για λύση της εταιρείας, η οποία στη συνέχεια περιγράφεται.
Αν η δίκη για το αίτημα λύσης καταργηθεί, απορρίπτεται και η παρέμβαση ως άνευ αντικειμένου.
Η Απόφαση Δικαστικής Λύσης
Πριν την έκδοση δικαστικής απόφασης για τη λύση, το δικαστήριο εκδίδει μη οριστική απόφαση με την οποία διατάσσει προθεσμία για την άρση του σχετικού λόγου. Η λύση (κατά κύριο λόγο) μπορεί να αποφευχθεί μέσω εξαγοράς των μετοχών του αιτούντος από τους λοιπούς μη αιτούντες μετόχους.
Η εύλογη προθεσμία διαρκεί από δύο έως τέσσερεις μήνες και δεν παρατείνεται. Παράλληλα μπορούν να διαταχθούν μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.
Η απόφαση που διατάσσει τη λύση είναι αναγνωριστική και, ταυτόχρονα, διαπλαστική. Όσον αφορά την επέλευση των αποτελεσμάτων της απόφασης, υφίσταται διχογνωμία αν το σημείο που επέρχονται είναι η τελεσιδικία της ή η απόφαση έχει άμεση ισχύ με την έκδοση της. Εν προκειμένω, η διχογνωμία γεννάται λόγω της κατανόησης της σημασίας που έχει η διαπίστωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου. Στην περίπτωση που υιοθετηθεί η πρώτη θέση της άμεσης ισχύος (λόγω και της μη γνήσιας υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας), δεν απαιτείται η έκδοση τελεσίδικης απόφασης και εξέτασης του ζητήματος σε δεύτερο βαθμό.
Αν γίνει δεκτό ότι επέρχονται οι έννομες συνέπειες με την τελεσιδικία (όπερ και το τελεολογικά προτιμητέο), τότε το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να αναστείλει την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης. Αν δεν δοθεί αναστολή, ο ασκών το ένδικο μέσο διάδικος έχει τη δυνατότητα αυτοτελώς να την αιτηθεί.
Η δικαστική απόφαση ισχύει έναντι όλων (erga omnes) και η απόφαση δημοσιεύεται στο ΓΕΜΗ.
Με την ίδια απόφαση διορίζεται εκκαθαριστής ανεξαρτήτως υποβολής σχετικού αιτήματος.
Σημειώνεται, τέλος, ότι είναι δυνατή η καταστατική πρόβλεψη για υπαγωγή στη διαιτησία το αίτημα μετόχου για λύση της ΑΕ.
Η δικαστική λύση της ΑΕ δεν ενδείκνυται για αντιμετώπιση ενδοεταιρικών διαφορών. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι οι προϋποθέσεις του νόμου να ερμηνεύονται στενά και η καταφυγή στην υποβολή του σχετικού αιτήματος να αποτελεί την έσχατη λύση. Δεν θα αποτελούσε, βέβαια, έκπληξη η υιοθέτηση μιας τέτοιας δικαστικής διαδικασίας ως μέσο πίεσης έναντι της «αντίπαλης» ομάδας μετόχων. Το διακύβευμα πάντως-σε κάθε περίπτωση (και υπό οποιαδήποτε οπτική), δεν είναι διόλου αμελητέο. Σε περίπτωση, αποδοχής της σχετικής αίτησης τα ηνία θα αναλάβουν οι εκκαθαριστές. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).