Μας δόθηκε η ευκαιρία, με αφορμή τη τρέχουσα αρθρογραφία μας για το νέο εργασιακό νόμο (:ν. 4808/2021), να επισημάνουμε πως, ουσιαστικά, «ξαναγράφει» το εργατικό δίκαιο. Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές του αναφέρεται στο δίκαιο της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Αναμόρφωσε, εν μέρει, τόσο τις τυπικές όσο και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να τηρούνται για την εγκυρότητα της καταγγελίας. Η αναμόρφωσή του, όμως, προχώρησε κι ακόμα παραπέρα: στις έννομες συνέπειές της.
Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν οι τυπικές προϋποθέσεις για την ισχύ της καταγγελίας. Θα αναφερθούμε, επιπρόσθετα, στις έννομες συνέπειες από τη μη τήρησή τους.
Οι τυπικές, λοιπόν, προϋποθέσεις για την εγκυρότητα της καταγγελίας συνοψίζονται ως εξής: (α) έγγραφος τύπος, (β) προθεσμία προειδοποίησης, (γ) αποζημίωση απόλυσης και (δ) κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη του εργαζομένου.
Αναλυτικότερα:
(α) Έγγραφος τύπος
Η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά τυπική δικαιοπραξία. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο (άρ. 1 ν. 2112/1920 και 5 §3 ν. 3198/1955). Από το έγγραφο της καταγγελίας πρέπει να προκύπτει σαφώς η δήλωση καταγγελίας από μέρους του εργοδότη. Ωστόσο, δεν απαιτείται να αναγράφεται σε αυτό και ο λόγος της καταγγελίας (:εξαιρούνται οι περιπτώσεις εκείνες που ρητά το αξιώνει ο νόμος-λ.χ.: περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας εγκύου, για την οποία απαιτείται αιτιολόγησή της και σπουδαίος λόγος-άρ. 10 §2 π.δ. 176/1997 και 15 ν. 1483/1984).
Σε περίπτωση μη τήρησης του έγγραφου τύπου δεν υπήρχε, μέχρι πρότινος, δυνατότητα θεραπείας. Θεσπίζεται, ωστόσο, από τον ν. 4808/2021. Η διάταξη του άρ. 66 §5 προβλέπει πως «…εάν κατά την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (σημ.: μεταξύ των οποίων και ο έγγραφος τύπος) και με εξαίρεση την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως, το κύρος της καταγγελίας ισχυροποιείται, εφόσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός προθεσμίας 1 μηνός από την επίδοση της σχετικής αγωγής ή από την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς. Στην περίπτωση, που η πλήρωση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων γίνει μετά την ως άνω προθεσμία, η πλήρωση αυτή λογίζεται ως νέα καταγγελία και η προηγούμενη ως ανυπόστατη».
(β) Προθεσμία προειδοποίησης
Ως τυπική προϋπόθεση για την καταγγελία σύμβασης εργασίας υπαλλήλων (όχι όμως, μέχρι πρότινος, των εργατών) θεωρείται και η τήρηση της προθεσμίας προειδοποίησης που ορίζεται, κάθε φορά, από τον νόμο. Η τελευταία (:προθεσμία) αναστέλλει τα αποτελέσματα της καταγγελίας ενώ, μετά την πάροδό της, επέρχεται η λύση της σύμβασης εργασίας. Η μη τήρηση της προβλεπόμενης προθεσμίας δεν επιδρά στο κύρος της καταγγελίας. Στην περίπτωση μη τήρησής της, η καταγγελία χάνει τον χαρακτήρα της ως τακτική και μετατρέπεται σε απρόθεσμη (καταγγελία).
Η διάρκεια της προθεσμίας προειδοποίησης (τετράμηνη, κατ’ ανώτατο όριο) εξαρτάται από τη διάρκεια της απασχόλησης του εργαζομένου, του οποίου η σύμβαση πρόκειται να καταγγελθεί.
Η τήρηση (ή μη) της οφειλόμενης προθεσμίας προειδοποίησης διαμορφώνει το ύψος της νόμιμης, οφιελόμενης από τον εργοδότη, αποζημίωσης απόλυσης.
Στην περίπτωση της απρόθεσμης καταγγελίας (:η πλέον συνήθης), ο εργοδότης οφείλει ολόκληρη την αποζημίωση που προβλέπεται από τον νόμο (η οποία είναι ανάλογη με τη διάρκεια απασχόλησης του εργαζομένου). Αντίθετα, στην περίπτωση που ο εργοδότης καταγγέλει μια σύμβαση εργασίας, τηρώντας την (υποχρεωτική κατά τη διάρκειά της) προθεσμία προειδοποίησης, υποχρεούται να καταβάλει το μισό, μόνον, της πλήρους αποζημίωσης απόλυσης (άρ. 1 ν. 2112/1920, 4 ν. 3198/1955).
Όταν επιλέγεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας με τήρηση της προθεσμίας προειδοποίησης, η σύμβαση εργασίας παραμένει σε ισχύ κατά τη διάρκειά της. Τούτο σημαίνει πως σε ισχύ βρίσκονται, επίσης, οι σχετικές, κύριες και παρεπόμενες, υποχρεώσεις εργοδότη και εργαζομένου. Στο πλαίσιο αυτό, υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, ο εργοδότης δεν ήταν δυνατό να μη αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου κατά το διάστημα της προθεσμίας προειδοποίησης. Καθίστατο, σε διαφορετική περίπτωση, υπερήμερος. Στην περίπτωση που μονομερώς ο εργοδότης αποφάσιζε να μην αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου η απόφασή του αυτή, ισοδυναμούσε-με το προϋφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς, με νέα-απρόθεσμη καταγγελία. Οφειλόταν, στην περίπτωση αυτή, πλήρης αποζημίωση.
Τα συγκεκριμένα δεδομένα δεν ήταν δυνατό να μην ληφθούν υπόψη από τον εργοδότη σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας. Η παραμονή εργαζομένου στο χώρο εργασίας, για διάστημα από έναν (1) έως τέσσερεις (4) μήνες, ενώ γνώριζε ότι έχει καταγγελθεί η σύμβασή του, εγκυμονεί, το δίχως άλλο, σοβαρότατους κινδύνους για την επιχείρηση˙ συναρτημένους, μεταξύ άλλων, με θέματα εμπιστευτικότητας και ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων. Αντίστοιχα, η επικείμενη λύση της σύμβασης εργασίας, στερεί από τον εργαζόμενο το κίνητρο για την βέλτιστη δυνατή εκπλήρωση των καθηκόντων του. Τα δεδομένα αυτά ενδέχεται, ευλόγως, να ωθούν τον εργοδότη στη λύση της απρόθεσμης καταγγελίας. Τούτο, τελικά, αποβαίνει σε βάρος του εργαζομένου, ο οποίος, απολύτως αιφνιδιαστικά, βρίσκεται να αναζητεί νέα εργασία.
Με τα νέα νομοθετικά δεδομένα (άρ. 64 §1 ν. 4808/2021): «καταργείται κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης…».
Παύει επίσης (άρ. 65) η υποχρεωτική παροχή των υπηρεσιών του εργαζομένου (υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη) κατά το διάστημα της προθεσμίας προειδοποίησης. Ο εργοδότης, στο εξής, έχει τη δυνατότητα να απαλλάξει (μονομερώς) τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής εργασίας (είτε μερικά είτε συνολικά), μετά την κοινοποίηση της καταγγελίας. Στην περίπτωση αυτή: (α) οι αποδοχές του εργαζομλενου καταβάλλονται στο σύνολό τους μέχρι την εκπνοή του χρόνου προειδοποίησης και (β) ο εργοδότης δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας.
Επιπλέον (και είναι πράγματι σημαντικό), αν ο εργοδότης απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται να αναλάβει εργασία σε άλλον εργοδότη κατά το διάστημα προμήνυσης. Στην περίπτωση, μάλιστα, αυτή τα αποτελέσματα της καταγγελίας και το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης δεν επηρεάζονται. Θεσπίζεται, δηλαδή, ρητή εξαίρεση από τις προβλέψεις του άρ. 656 ΑΚ και την ένσταση των «αλλαχού κερδηθέντων».
(γ) Αποζημίωση απόλυσης
Η καταβολή της προβλεπόμενης αποζημίωσης απόλυσης στον εργαζόμενο μοιάζει (και είναι) η σημαντικότερη, μεταξύ των τυπικών προϋποθέσεων, αναφορικά με την προστασία του.
Η αποζημίωση απόλυσης καταβάλλεται είτε στο σύνολό της κατά την ημέρα της καταγγελίας (ή την εκπνοή της προθεσμίας προειδοποίησης-εφόσον αυτή τηρείται) είτε σε δόσεις, στις περιπτώσεις και με τον τρόπο που ο νόμος ορίζει (:άρ. 74 ν. 3863/2010). Το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης εξαρτάται, όπως ήδη αναφέρθηκε, από τα έτη παροχής των υπηρεσιών του εργαζομένου στον εργοδότη. Κατά τη νομολογία του Ακυρωτικού, η αποζημίωση αυτή συνιστά «εν ευρεία εννοία αντάλλαγμα παρασχεθείσας εργασίας» (32/2005 ΟλΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τυχόν μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης (πλήρως ή μερικώς) επιφέρει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (άρθρα 5 §3 ν. 3198/1955, 3 §1 ν. 2112/1920, 1144/1983 ΟλΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Όσα παραπάνω αναφέρονται δεν μεταβάλλονται από τις ρυθμίσεις του νέου νόμου. Η μη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης εξαιρείται ρητά από τις τυπικές προϋποθέσεις που δύνανται να θεραπευθούν με βάση όσα ο νόμος ορίζει (άρ. 66 §3 ν. 4808/2021).
Προβλέπεται, ωστόσο, ρητά ότι «όταν το ποσό της αποζημίωσης υπολείπεται του ποσού της νόμιμης αποζημίωσης, λόγω προφανούς σφάλματος ή εύλογης αμφιβολίας ως προς τη βάση υπολογισμού αυτής, δεν αναγνωρίζεται η ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά διατάσσεται η συμπλήρωσή της…» (66 §3 in fine ν. 4808/2021). Αντίστοιχη θεραπεία γινόταν δεκτή από την νομολογία και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς. Συγκεκριμένα, το κύρος της καταγγελίας διασωζόταν, στις περιπτώσεις που η ελλιπής καταβολή δικαιολογούνταν βάσει των επιταγών της καλής πίστης (λ.χ.: σε περιπτώσεις συγγνωστής πλάνης ή εύλογης αμφιβολίας του εργοδότη για το πλήρες οφειλόμενο ποσό -ενδ.: 918/2013 ΑΠ, 585/2011 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Μια από τις βασικές αλλαγές που επιφέρει ο ν. 4808/2021 αφορά την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών, οποία τίθεται σε ισχύ από 01.01.2022 (άρθρο 64 και 80 §2). Υπό το ισχύον, έως 31.12.2021, καθεστώς, η αποζημίωση απόλυσης των εργατοτεχνιτών υπολείπεται σημαντικά των υπαλλήλων. Η δυσμενής αυτή μεταχείριση θέτει, κατά μερίδα της θεωρίας, ζητήματα συνταγματικότητας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν γίνεται δεκτό από τη νομολογία. Από το νέο έτος, κάθε διάταξη, που διέπει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας των υπαλλήλων, εφαρμόζονται και στους εργατοτεχνίτες.
Η διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών (όσον αφορά και την αποζημίωση απόλυσης) παύει πλέον, να ισχύει. Από 1.1.2022 εξισώνονται. Για την εξίσωσή τους, όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης, προβλέπεται ότι «…ως μηνιαίος μισθός του εργατοτεχνίτη λογίζονται τα 22 ημερομίσθια, εκτός εάν ήδη αμείβεται με μηνιαίο μισθό» (άρθρο 64 §3).
(δ) Κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη
Ως τέταρτη και τελευταία προϋπόθεση για τη νομότυπη (και τρίτη όσον αφορά το κύρος) καταγγελία της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη προβλέπεται η υποχρέωση κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης του εργαζομένου. Με άλλα λόγια, η υποχρέωση του εργοδότη να έχει καταχωρήσει την απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ (νυν ΕΦΚΑ) μισθολόγια ή να έχει ασφαλίσει τον απολυόμενο (άρθρο 5 §3 ν. 3198/1955).
Η μη τήρηση της ανωτέρω προϋπόθεσης επιφέρει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Το κύρος της, όμως, ισχυροποιείται, εφόσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός μηνός από την επίδοση σχετικής αγωγής ή την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς (άρθρο 66 §5 ν. 4808/2021).
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον εργαζόμενο. Αναμφίβολα και για τον εργοδότη. Για την διασφάλιση του κύρους της είναι εξαιρετικά σημαντικό να τηρούνται συγκεκριμένες τυπικές προϋποθέσεις. Με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, η παράλειψη της τήρησής τους επέφερε την ακυρότητα της καταγγελίας. Η νομολογία διέσωζε, κάποιες φορές, την κατάσταση (σε περιπτώσεις, λ.χ., λανθασμένων, χωρίς πρόθεση, υπολογισμών της οφειλόμενης αποζημίωσης).
Ο πρόσφατος νόμος εξορθολογίζει τα σχετικά δεδομένα. Οι ανωτέρω αναφερόμενες επεμβάσεις του (όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις της καταγγελίας) κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση. Κι όχι μόνον γιατί διευκολύνουν την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Απαλλάσσουν, επιπρόσθετα, τα δικαστήρια από σημαντικό φόρτο υποθέσεων που, χωρίς ιδιαίτερη αξία, οδηγούνταν ενώπιον τους. Απελευθερώνουν, επίσης, τον εξαιρετικά σημαντικό αριθμό των εμπλεκομένων σε τέτοιες (ανούσιες) δίκες προσώπων (:διαδίκων, μαρτύρων, δικηγόρων) για την ενασχόλησή τους με την πραγματική οικονομία. Προς όφελος, αναμφίβολα, της τελευταίας.
Σε επόμενη, πάντως, αρθρογραφία μας θα μας απασχολήσουν και τα λοιπά, εξαιρετικά ενδιαφέροντα, θέματα που προκύπτουν από τον νέο νόμο, τα οποία συναρτώνται με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
Προς όφελος, επίσης, των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και της οικονομίας.-
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Νοεμβρίου 2021.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.