Η έννοια της (σύμβασης) εργασίας στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου προϋποθέτει εξάρτηση. Η προστασία που παρέχει το Εργατικό Δίκαιο (κάτι, δηλ., σαν το κράνος του Magneto-για τους «The X-Men» θιασώτες), προϋποθέτει παροχή υπηρεσιών υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Πότε όμως έχουμε εξάρτηση και πότε όχι; Πότε εξαρτημένη εργασία και πότε «κάτι άλλο»; Υπάρχουν, άραγε, ασφαλή όρια ανάμεσα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, τη σύμβαση έργου ή/και τη σύμβαση εντολής; Και ποια, εν τέλει, η προστασία της επιχείρησης;
Περί της εξάρτησης και της εξαρτημένης εργασίας
Είναι γνωστό πως η εξάρτηση αποτελεί έννοια θεμελιώδους σημασίας για το Εργατικό Δίκαιο. Ο νομοθέτης επέλεξε, ωστόσο, να μην προβεί σε νομοθετικό προσδιορισμό της. Τούτο σαν αποτέλεσμα είχε την ανάπτυξη διαφόρων απόψεων και θεωριών σχετικά με το περιεχόμενό της. Κοινός τους στόχος; Ο εντοπισμός των (ασφαλών) κριτηρίων για το χαρακτηρισμό (ή μη) μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας.
Τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μας απασχόλησαν σε προηγούμενη αρθρογραφία μας (:Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας-Ποια, επιτέλους, αυτή η άγνωστη;) Εκεί προσεγγίσαμε τις προαναφερθείσες απόψεις, θεωρίες και κριτήρια που καθεμιά από αυτές υιοθετεί. Επίσης: την αδυναμία προσδιορισμού, με ικανοποιητική βεβαιότητα, της έννοιας της εξάρτησης. Μας δόθηκε, τέλος, η ευκαιρία να προσεγγίσουμε τις κρίσιμες (και μη) ενδείξεις που έχει υιοθετήσει η νομολογία για την αξιολόγηση μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας.
Η αδυναμία σαφούς προσδιορισμού του περιεχομένου και της έννοιας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι δεδομένη. Τα όριά της παραμένουν ρευστά. Η διάκριση, κατ’ αποτέλεσμα, από συγγενείς έννοιες και συμβάσεις εξαιρετικά δυσχερής. Μεταξύ αυτών: η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και έργου. Και η σύμβαση εντολής-ενίοτε.
Οι συγγενείς συμβάσεις
Η διάκριση από τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών
Πρόκειται για τη δυσχερέστερη, ίσως, διάκριση μεταξύ των συγγενών συμβάσεων. Δε μοιάζει περίεργη η αιτία: οι συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών και εργασίας έχουν πληθώρα κοινών χαρακτηριστικών. Αντικείμενο, εξάλλου, αμφοτέρων αποτελεί η παροχή εργασίας-έναντι αμοιβής.
Ο ιδιαίτερος συγγενικός τους δεσμός είναι στενός. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που ο ίδιος ο Αστικός Κώδικας τις εντάσσει στο ρυθμιστικό πεδίο της ίδιας δέσμης διατάξεων (άρθρα 648 επ.). Και τούτο μολονότι κάποιες από αυτές αφορούν, αποκλειστικά, τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Μοναδικό κριτήριο για την διάκριση των δύο συμβατικών μορφών, αποτελεί η έννοια της εξάρτησης. Η έλλειψη, εξάλλου, της εξάρτησης είναι εκείνη που ευθέως παραπέμπει σε σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
Κατά τη νομολογία, «…σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών…υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του» (Ενδ.: ΑΠ 602/2017).
Ωστόσο, όπως επίσης επισημαίνεται στη νομολογία, και στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει κάποιας μορφής δέσμευση και εξάρτηση. Όπως συμβαίνει, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται (συμβατικά) υποχρεώσεις. Για το λόγο αυτό, η συμμόρφωση του εργαζομένου με όσα συμβατικά έχουν συμφωνηθεί (αναφορικά, μεταξύ άλλων, με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας του) δεν υποδηλώνουν, το δίχως άλλο, εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα (ιδίως όμως της ασάφειας της έννοιας της εξάρτησης), προκύπτει ως αυταπόδεικτη η δυσχέρεια διάκρισης ανάμεσα στις δύο μορφές συμβάσεων. Σε αρκετές, μάλιστα, περιπτώσεις, η διάκριση αποδεικνύεται οριακή.
Η διάκριση από τη σύμβαση έργου
Εκ πρώτης όψεως, η διάκριση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση έργου μοιάζει εύκολη. Διαφορετικός, εξάλλου, ο σκοπός των δύο, συγκεκριμένων, συμβάσεων.
Συγκεκριμένα, με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, καθεαυτή, η οποία θα παρέχεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Αντίθετα, με τη σύμβαση μίσθωσης έργου (681 ΑΚ), οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου, τελικού, αποτελέσματος. Η πραγμάτωση του ορισμένου αυτού αποτελέσματος συνεπάγεται την αυτόματη λύση της συμβατικής σχέσης των συμβαλλομένων (Ενδ.: ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 223/2011).
Ωστόσο, κατά τη νομολογία «…όταν η παροχή της εργασίας αποσκοπεί σε ορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο όμως βρίσκεται έξω από την εξουσία του εργαζόμενου, που αναλαμβάνει όχι να παράγει τούτο, αλλά απλώς να κάνει ότι του είναι δυνατό για να παραχθεί αυτό, τότε υπάρχει σύμβαση εργασίας και όχι σύμβαση έργου, έστω και αν μεταξύ των μερών έχει συμφωνηθεί ότι ο μισθός θα καταβάλλεται μόνο εφόσον επέλθει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα» (ΑΠ 376/2006).
Σε κάθε περίπτωση, και η σύμβαση έργου (όπως και η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών) χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου. Απόδειξη της συγκεκριμένης παραδοχής αποτελεί το γεγονός ότι την πρωτοβουλία στην εκτέλεση του έργου έχει ο εργολάβος. Ο τελευταίος είναι αυτός που επιλέγει τον χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του έργου μέσα στις συμβατικές προθεσμίες. Δεν υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις (εξωσυμβατικές) οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου. Δεν υπόκειται, καν, στον έλεγχο του τελευταίου. Ο εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει/παραδώσει το συμφωνημένο έργο. Ο κύριος του έργου-εργοδότης, διατηρεί την αξίωση να παραλάβει ένα προσηκόντως εκτελεσθέν έργο.
Τα ρευστά όρια της έννοιας της εξάρτησης, σαφώς και δυσχεραίνουν τον ορθό χαρακτηρισμό μιας μεμονωμένης σύμβασης (:εξαρτημένης εργασίας ή έργου. Ιδιαίτερη δυσχέρεια διάκρισης, όμως, εντοπίζεται στις περιπτώσεις των διαδοχικών συμβάσεων έργου. Πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργολάβος αναλαμβάνει, διαδοχικά, τη διεκπεραίωση όμοιων έργων, για τον ίδιο εργοδότη, με τους ίδιους συμβατικούς όρους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διαδοχικές συμβάσεις έργου είναι πιθανό να καλύπτουν διαρκείς και πάγιες ανάγκες του εργοδότη.
Η διάκριση από τη σύμβαση εντολής
Η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και η σύμβαση έργου αποτελούν τις εγγύτερες συμβάσεις στην εξαρτημένης εργασίας. Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όμως, παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά και με τη σύμβαση εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ). Και στις δύο συμβάσεις, λόγου χάρη, συμφωνείται παροχή εργασίας, ενώ απαιτείται συμμόρφωση με τις εντολές του εργοδότη ή εντολέα αντίστοιχα.
Ωστόσο, από την ρυθμιζόμενη στον Αστικό Κώδικα σύμβαση εντολής, ελλείπει το στοιχείο της αμοιβής. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο μισθός αποτελεί την αντιπαροχή του μισθωτού και το μέσο βιοπορισμού του. Ο μισθός λοιπόν αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της. Η ύπαρξη ή μη, λοιπόν, αμοιβής είναι αυτή που καθιστά σχετικά ευχερή τη διάκριση μεταξύ των συμβάσεων εργασίας και εντολής. (Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, την ειδική μορφή της σύμβασης αμειβόμενης εντολής που συνάπτεται με τους έμμισθους δικηγόρους).
Ο αναφυόμενος κίνδυνος
Ο μη ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν στερείται εννόμων συνεπειών. Η εξάρτηση, εξάλλου, είναι εκείνη που θέτει τον εργαζόμενο «κάτω από την ομπρέλα» και την προστασία της εργατικής νομοθεσίας.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που επιχειρείται η καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας με τη χρήση συγγενικών, όπως οι προαναφερθείσες, συμβάσεων. Σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έργου, ακόμη και εντολής υποκρύπτουν, όχι σπάνια, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Τα δυσδιάκριτα, μεταξύ τους, όρια είναι εκείνα που αξιοποιούνται για να υπερκεράσουν την προστασία του Εργατικού Δικαίου. Ο κίνδυνος που αναφύεται όσον αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων, αναμφίβολος. Και δεδομένος.
Από την άλλη πλευρά όμως δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε την ύπαρξη, ρύθμιση και λειτουργία των συγγενικών συμβάσεων. Ιδίως των ανεξαρτήτων υπηρεσιών και έργου. Θα πρέπει, άραγε και εκ προοιμίου, να αποκλείσουμε την αλήθεια των προθέσεων των συμβαλλομένων που επέλεξαν σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου έναντι της εξαρτημένης εργασίας;
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε μια αφοριστική γενίκευση περί υποκρυπτόμενης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μία συγγενή σύμβαση. Η υιοθέτηση, εκ των προτέρων, προθέσεως καταστρατήγησης της εργατικής νομοθεσίας από επιχείρηση, η οποία επιλέγει να συνάψει μια σύμβαση διαφορετική από εξαρτημένης εργασίας, την ελευθερία των συμβάσεων καταστρατηγεί εν τέλει. Βεβαίως και την ελευθερία στο επιχειρείν. Τη στιγμή, μάλιστα, που η τελευταία από το σύνταγμα κατοχυρώνεται και προστατεύεται.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της επιχειρηματικής ελευθερίας, της ελευθερίας των συμβάσεων και της ιδιωτικής αυτονομίας, επιθυμία της επιχείρησης μπορεί να είναι πράγματι, η σύναψη σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών έργου ή/και εντολής.
Ας μην αποδίδουμε, άνευ ετέρου, «κακές» προθέσεις στην επιχείρηση. Μια διαφορετική σύμβαση από την εξαρτημένης εργασίας μπορεί πράγματι την αληθή βούληση των συμβαλλομένων μερών και τα συμφωνηθέντα να αποτυπώνει. Και, τελικά, καλύτερα τα συμφέροντα των συμβαλλομένων (κι όχι μόνον την επιχειρηματική στόχευση) να εξυπηρετεί.
Ο περιορισμός της επιχειρηματικής (και συμβατικής) ελευθερίας
Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις που οι προαναφερθείσες ελευθερίες της επιχείρησης είτε κάμπτονται-συνολικά είτε δραστικά περιορίζονται. Στις περιπτώσεις αυτές το συμφέρον του εργαζομένου είναι εκείνο που αποκλειστικά προτάσσεται και δραστικά προστατεύεται.
Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες, ο Έλληνας νομοθέτης προτίμησε: (α) είτε να αποδώσει σε ορισμένες συμβάσεις απευθείας τον χαρακτηρισμό της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, (β) είτε να θεσπίσει τεκμήρια υπέρ του χαρακτηρισμού μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας.
Ο απευθείας νομοθετικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας
Σε συγκεκριμένες συμβάσεις, ο νομοθέτης επέλεξε να αποδώσει, ο ίδιος, τον χαρακτηρισμό της εξαρτημένης εργασίας. Πρόκειται, σαφώς, για περιπτώσεις που τα όρια διάκρισης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από συγγενείς συμβάσεις καθίστανται, ιδιαιτέρως, δυσδιάκριτα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα απευθείας νομοθετικού χαρακτηρισμού: (α) οι συμβάσεις που συνάπτουν οι επαγγελματίες αθλητές με αθλητικές ανώνυμες εταιρείες για παροχή αθλητικών υπηρεσιών (άρθρο 85 παρ. 2 και 4 ν. 2725/1999) και (β) οι συμβάσεις που συνάπτουν οι ξεναγοί (κάτοχοι της προβλεπόμενης άδειας εξασκήσεως του επαγγέλματος των ξεναγών) με τουριστικά – ταξιδιωτικά γραφεία, με μέλη της ένωσης εφοπλιστών επιβατηγών πλοίων και με τουριστικά γραφεία του εξωτερικού για την πραγματοποίηση τουριστικών προγραμμάτων (άρθρο 37 ν. 1545/1985).
Εγείρονται ωστόσο, στις ανωτέρω και σε αντίστοιχες νομοθετικές παρεμβάσεις, ζητήματα και προβληματισμοί όσον αφορά τη συνταγματικότητά τους.
Τα νομοθετικά τεκμήρια εξάρτησης
Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ο νομοθέτης περιορίστηκε στην εισαγωγή (μαχητών) τεκμηρίων υπέρ της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η συνδρομή ορισμένων πραγματικών περιστατικών συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Καθόσον όμως το από το νόμο προσφερόμενο τεκμήριο προσδιορίζεται ως μαχητό, παρέχεται η δυνατότητα ανταπόδειξης.
Χαρακτηριστική περίπτωση εισαγωγής τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 1 ν. 3846/2010. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή: «Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν),τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες».
Παρά την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ενός αντίστοιχου με το ανωτέρω τεκμηρίου, η κατάφαση της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας ανήκει, εν τέλει, στον δικαστή.
Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός
Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστής είναι εκείνος που κυριαρχικά αξιολογεί οποιαδήποτε περίπτωση αμφισβήτησης του χαρακτηρισμού μιας σύμβασης, η οποία φέρεται ενώπιόν του.
Είναι εξάλλου γνωστό πως ο χαρακτηρισμός (από τους συμβαλλόμενους ή/και το νομοθέτη) μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου ή εντολής δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ακόμα και ο νομοθέτης.
Αντίθετα «…ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση.» (Ενδ.: ΑΠ 602/2017, ΑΠ 608/2014, ΟλΑΠ 7 & 8/2011, ΟλΑΠ 6/2001).
Και ποια η ενδεδειγμένη στάση της επιχείρησης;
Υπό το πρίσμα όλων όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο επιχειρηματίας (ή/και ο νομικός του παραστάτης): «κι εγώ, τώρα, τι πρέπει να κάνω;»
Ευκταία θα ήταν η αποφυγή της επιβάρυνσης του επιχειρείν με νομικούς και λοιπούς, μη υπολογίσιμους, κινδύνους.
Περί του πρακτέου:
(α) Επιλογή του νομικά ορθού συμβατικού τύπου που συνδέει την επιχείρηση με τον εργαζόμενο ή συνεργάτη της – πριν την έναρξη μάλιστα της συνεργασίας.
(β) Σαφής τεκμηρίωση της νομικής βασιμότητας του συμβατικού τύπου που θα επιλεγεί. Ενσωμάτωση στο σχετικό, συνταγησόμενο, συμβατικό κείμενο των ουσιαστικών εκείνων παραμέτρων που την υποστηρίζουν.
Είναι σημαντικό, εξάλλου, τούτο ανεξαιρέτως να έχουμε κατά νου: Κάποια στιγμή στο μέλλον η οποιαδήποτε συμβατική σχέση, η οποιαδήποτε σύμβαση, η οποιαδήποτε υπόθεση στην οποία εμπλεκόμαστε είναι ενδεχόμενο να τεθεί, προς αξιολόγηση, ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου.
Ας μην αφεθούμε τότε να σχηματίσουμε το σχετικό υποστηρικτικό φάκελο και επιχειρηματολογία μας. Γιατί, ως γνωστόν, «κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν».
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Ιουλίου 2020.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.