Ι. Προοίμιο
Η πλειονότητα των επιχειρήσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, βασίζεται (λιγότερο ή περισσότερο) στη αξιοποίηση εμπορικών απορρήτων για τη διασφάλιση της ανάπτυξής τους. Για κάποιες μάλιστα από αυτές αποτελεί κομβικό σημείο (sine qua non στοιχείο) για την ίδια την ύπαρξή τους.
Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει, διαχρονικά, την ανάγκη της νομοθετικής προστασίας των κρίσιμων αυτών εμπορικών απορρήτων. Η τελευταία επιτυγχανόταν μέχρι πρόσφατα μέσω, κατά βάση, των σχετικών διατάξεων του ν. 146/1914, οι οποίες όμως προέβλεπαν (κυρίως) ποινικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις προσβολής εμπορικού απορρήτου.
ΙΙ. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις για την προστασία του εμπορικού απορρήτου
Το διαφορετικό επίπεδο παροχής για την έννομη προστασία του εμπορικού απόρρητου στα κράτη μέλη της ΕΕ κατέστησε επιτακτική την έκδοση της Οδηγίας 2016/943 για την εναρμόνιση των δικαίων όλων των κρατών μελών με αυτή. Στη χώρα μας ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο, με τον πρόσφατο ν. 4605/2019, οι διατάξεις της συγκεκριμένης Οδηγίας για την προστασία τεχνογνωσιών και επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικά απόρρητα). Οι διατάξεις του νέου νόμου καλύπτουν το κενό της παροχής αστικής προστασίας και ισχύουν παράλληλα με τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του ν. 146/1914.
Για να χαρακτηρισθεί μία πληροφορία ως εμπορικό απόρρητο θα πρέπει σωρευτικά:
(α) η πληροφορία να είναι απόρρητη, με την έννοια ότι δεν είναι ευρέως γνωστή σε πρόσωπα που ανήκουν σε κύκλους που ασχολούνται με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά,
(β) να έχει εμπορική αξία που απορρέει από τον απόρρητο χαρακτήρα της και
(γ) το πρόσωπο που έχει αποκτήσει νόμιμα τον έλεγχο επί της πληροφορίας αυτής να έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα.
Ενδεικτικά, απόρρητες μπορεί να είναι οι πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες και προμηθευτές μιας επιχείρησης, εγχειρίδια και σχέδια, οικονομικά στοιχεία, know how, έρευνες αγοράς επί προϊόντων.
Στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου μπορεί να παρασχεθεί προσωρινή δικαστική προστασία μέσω της λήψης ασφαλιστικών μέτρων.
Περιεχόμενο των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να είναι:
(α) η προσωρινή παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου,
(β) η απαγόρευση της παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά, χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή/και της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης τους (των παράνομων εμπορευμάτων),
(γ) η κατάσχεση ή παράδοση εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα.
(Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη για εξάρτηση της λήψης ασφαλιστικών μέτρων από την καταβολή εγγυοδοσίας εκ μέρους του αιτούντος με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση τυχόν ζημίας του φερομένου ως παραβάτη αντιδίκου του).
Ανάλογα μέτρα με τα παραπάνω είναι δυνατό να διαταχθούν και κατά την έκδοση της δικαστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής. Κρίσιμη είναι η δυνατότητα του δικαστηρίου που δικάζει την αγωγή να διατάξει, αντί για το ζητούμενο με την αγωγή, την καταβολή αποζημίωσης. Αυτή η δυνατότητα ενεργοποιείται ύστερα από αίτημα του εναγόμενου εφόσον αυτός δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε παράνομα από τρίτο.
Αποζημίωση μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και ύστερα από αίτημα του ενάγοντος, στην περίπτωση που ο εναγόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προβαίνει σε παράνομη απόκτηση ή χρήση του εμπορικού απορρήτου.
Το εμπορικό απόρρητο είναι δυνατό να παραβιασθεί και από εργαζόμενο. Η σχετική ευθύνη όμως έναντι του εργοδότη περιορίζεται αν ο παραβάτης-εργαζόμενος ενήργησε χωρίς δόλο.
Στον αντίποδα του δικαιώματος για την προστασία του εμπορικού απορρήτου βρίσκεται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης αλλά και η έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Με το νέο νόμο επιχειρείται εξισορρόπηση των αντικρουόμενων αυτών συμφερόντων μέσω της πρόβλεψης των περιπτώσεων εκείνων κατά τις οποίες απορρίπτεται το σχετικό αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι η αίτηση απορρίπτεται όταν η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου έχει πραγματοποιηθεί:
(α) για την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης,
(β) για τη διαπίστωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς ή παράνομης δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος ενήργησε προς το σκοπό της προστασίας του γενικού δημόσιου συμφέροντος,
(γ) από τους εργαζόμενους στους εκπροσώπους τους, στο πλαίσιο της νόμιμης άσκησης εκ μέρους των εκπροσώπων αυτών των καθηκόντων τους, εφόσον η αποκάλυψη αυτή ήταν αναγκαία για την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων και
(δ) χάριν προστασίας εννόμου συμφέροντος που αναγνωρίζεται από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το δημόσιο συμφέρον και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης υπερτερούν έναντι του δικαιώματος προστασίας του εκάστοτε εμπορικού απορρήτου.
ΙΙΙ. Εν κατακλείδι
Δεν είναι ασύνηθες να βρεθεί μία επιχείρηση αντιμέτωπη με την προσβολή εμπορικών απορρήτων της. Στην απευκταία αυτή περίπτωση, είναι εξαιρετικά σημαντική η δυνατότητα ευχερούς απόδειξης της προσβολής τους καθώς η δικαστική προστασία παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη συνέπεια. Στο πλαίσιο αυτό είναι επιβεβλημένη, για κάθε επιχείρηση, η λήψη των αναγκαίων προληπτικών μέτρων, όπως, ενδεικτικά, ο ακριβής προσδιορισμός των εμπορικών απορρήτων και των προσώπων που έχει πρόσβαση σε αυτά, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών συστημάτων της, η επιμόρφωση των εργαζομένων της. Ξεχωριστή θέση κατέχουν, αυτονοήτως, η κατάρτιση ειδικών ρητρών εμπιστευτικότητας και η συνάρτησή τους με συγκεκριμένες-αυξημένης βαρύτητας κυρώσεις.
Κι όλα τούτα βεβαίως με την καθοδήγηση των τεχνικών και, αυτονοήτως, των νομικών συμβούλων της.
Ευδοκία Κορνηλάκη
Senior Associate
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Οκτωβρίου 2019.