Ι
Στις 28 Νοεμβρίου 2023, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης […]».
Μεταξύ των διακηρυγμένων (θεμιτών) σκοπών του νομοθέτη: «η επιτάχυνση και η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης».
Μεταξύ των (ενδεικτικώς) προτεινόμενων μέσων: «η μεταφορά της δικαστηριακής ύλης του πλημμελειοδικείου και του εφετείου από πολυμελή σε ολιγομελή δικαστήρια».
Η (εκ πρώτης όψεως, λογική) διατυπωμένη αιτιολογία: «ο ίδιος αριθμός δικαστών […] δύναται να συγκροτήσει περισσότερα δικαστήρια και έτσι να εκδικάζεται πολλαπλάσιος αριθμός υποθέσεων».
Η ανωτέρω νομοθετική πρωτοβουλία άπτεται: (α) του γενικότερου ζητήματος, της δέουσας από αριθμητική άποψη σύνθεσης των ποινικών δικαστηρίων και (β) του ειδικότερου ερωτήματος, μονομελή ή πολυμελή ποινικά δικαστήρια;
Η επιστήμη έχει αποφανθεί: «τα πλεονεκτήματα του πολυμελούς ποινικού δικαστηρίου», τελικά «βαρύνουν στην πλάστιγγα» (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Α. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ. 105 επ.).
Κατά το πρόσφατο παρελθόν, συζητήθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα η ίδρυση μονομελών εφετείων για την εκδίκαση κακουργημάτων: ιδρύθηκαν μεν, με περιορισμένη υλική αρμοδιότητα δε.
Η συζήτηση αυτή, τελικώς, δεν έκλεισε και «αναζωπυρώνεται» με την προτεινόμενη μεταφορά σημαντικής ύλης στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών.
Πέραν αυτού, όμως, για πρώτη φορά προτείνεται γενικευμένη αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, το οποίο θα εκδικάζει το σύνολο των πλημμελημάτων, πλην (σημαντικών μεν, αλλά ελάχιστων) εξαιρέσεων.
Πρόκειται για τομή: υποθέσεις ιδιαίτερα σύνθετες σε αποδεικτικό επίπεδο, για τις οποίες απειλείται ποινή φυλάκισης έως 5 έτη, θα εκδικάζονται για πρώτη φορά από έναν δικαστή.
Η προτεινόμενη αλλαγή αξιολογείται ως μείζονος σημασίας και πρέπει να συζητηθεί, μιας και δυνητικά αφορά μεγάλο (ίσως το μεγαλύτερο) κομμάτι της καθημερινής παραβατικότητας, και αντίστοιχα μεγάλο αριθμό ατόμων που εμπλέκονται, είτε ως δράστες είτε ως θύματα. Ελάχιστη συμβολή στη συζήτηση αυτή, οι σκέψεις που ακολουθούν.
ΙΙ
Ο νομοθέτης μολονότι θέτει έναν διττό σκοπό (: επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση), εντούτοις αιτιολογεί μόνο τον ένα (: επιτάχυνση).
Ουδείς (ούτε ο νομοθέτης) ισχυρίζεται ότι η μονομελής σύνθεση συνιστά αφεαυτής «αναβάθμιση της ποινικής δίκης».
Το ομολογουμένως αυξημένο «αίσθημα ευθύνης» της μονομελούς σύνθεσης εναρμονίζεται με και μετουσιώνεται σε «ελευθερία και ανεξαρτησία της γνώμης» εντός της γονιμότερης, αντίστοιχης, πολυμελούς (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π. σελ. 106-107).
Τα πλεονεκτήματα της μονομελούς σύνθεσης φέρονται πρωτίστως να είναι οικονομικής φύσης. Τούτο, ωστόσο, πρέπει και να αποδεικνύεται.
Ο νομοθέτης όμως δεν εισφέρει στατιστικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι πράγματι η μονομελής σύνθεση εκδικάζει ταχύτερα (: επιτάχυνση) και ορθότερα (: ποιοτική αναβάθμιση) την ίδια ιδιαίτερα σύνθετη υπόθεση από μια τριμελή σύνθεση.
Εν προκειμένω, η ταχύτητα εικάζεται ότι θα επέλθει απλώς και μόνο ως απόρροια αποδέσμευσης και αναδιανομής υφιστάμενων ανθρώπινων πόρων.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα το σχέδιο νόμου δεν συνοδεύεται από το αναγκαίο, κατά την κρίση μας, σχέδιο πρακτικής υλοποίησης της τομής που προτείνεται:
πόσοι δικαστές τριμελών συνθέσεων θα απελευθερωθούν προκειμένου να συγκροτήσουν μονομελείς συνθέσεις και με ποιο κριτήριο αλλά και σε ποιες αίθουσες και με ποια γραμματειακή υποστήριξη, τη στιγμή που το τριμελές πλημμελειοδικείο διατηρείται (έστω και αποψιλωμένο) τόσο ως πρωτοβάθμιο (με εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό από μονομελή σύνθεση εφετείο) όσο και ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο; Ποιο το όφελος και το κόστος (οικονομικό και κοινωνικό) όλων των αλλαγών; Είναι το πρόσημο θετικό;
Ο νομοθέτης φέρει το βάρος της απόδειξης ότι το μέσο που προτείνει επιτυγχάνει τον διττό σκοπό που διακηρύττει, ότι το κοινωνικό αποτύπωμα και το οικονομικό κόστος της πρωτοβουλίας του είναι θετικό, πολύ περισσότερο όταν εμφορείται από μια τεχνοκρατική – υπό την έννοια της μη ιδεολογικά αγκυλωμένης – προσέγγιση⸱ διαφορετικά, εκτίθεται στην κριτική ότι τρέπει (χωρίς να είναι στις προθέσεις του) μιαν αβελτηρία της εκτελεστικής εξουσίας σε πρόβλημα της δικαστικής και των λειτουργών και συλλειτουργών της.
ΙΙΙ
Η συζήτηση μόλις ξεκινά, και τα επιχειρήματα που διατυπώνονται και θα διατυπωθούν αφορούν, πέραν των ανωτέρω, και στο κατά πόσο συνάδει η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία με τις αρχές, τις αξίες, τα δικαιώματα, τους κανόνες και τις διατάξεις της ποινικής αλλά και της συνταγματικής έννομης τάξης, τα οποία θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στο ερώτημα: είναι θεωρητικά και συστηματικά συνεπές αλλά και δικαιοπολιτικά ορθό και ασφαλές ένας μόνο δικαστής να κρίνει επί μίας σύνθετης, με ιδιαίτερη απαξία, πράξης;
Η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να αγνοήσει τις έρευνες που προέρχονται από τις επιστήμες του νου και αναδεικνύουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, ανακαλούμε στη μνήμη γεγονότα και σχηματίζουμε κρίσεις και πόσο ευάλωτοι σε λάθη και παρερμηνείες είμαστε σε όλη αυτή την πορεία (βλ. ενδ. L. Mlodinow, Κάτω από το κατώφλι, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021).
Επιλέγουμε όμως να κλείσουμε με και να απαντήσουμε σε ένα διαφορετικό ερώτημα: είναι λογικό ένας μόνο δικαστής να κρίνει επί μίας σύνθετης, με ιδιαίτερη απαξία, πράξης;
Η λογική εγκυρότητα προηγείται οποιασδήποτε άλλης αξιολόγησης: η τελευταία (θα πρέπει να) παρέλκει όταν δεν διαπιστώνεται η πρώτη. Τι μας λέει λοιπόν η απλή κοινή λογική;
Έστω ότι ο Χ δικαστής αποφασίζει περισσότερες φορές σωστά, έστω σε ποσοστό 60%, και αθωώνει αυτόν που πρέπει να αθωωθεί και καταδικάζει αυτόν που πρέπει να καταδικαστεί.
Εάν ο Χ δικαστής μετέχει σε μια τριμελή σύνθεση, τότε, συνυπολογίζοντας όλες τις πιθανές αρνητικές περιπτώσεις (: σφάλλουν τα δύο από τα τρία μέλη της σύνθεσης αλλά δεν σφάλλει το τρίτο, καθώς και σφάλλουν και τα τρία μέλη της σύνθεσης) η πιθανότητα «πλειοψηφικού λάθους» βελτιώνεται ήδη κατά 5% (βλ. Λ. Ζούρου, Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019, σελ. 80-81).
Με άλλα λόγια, εκεί που μόνος του ο Χ δικαστής αποφάσιζε σωστά σε ποσοστό 60%, όταν κρίνει με άλλους δύο μαζί, συναποφασίζουν σωστά σε ποσοστό 65%, ακόμη κι όταν σφάλλουν και οι τρεις.
Η ως άνω ενδεικτική βελτίωση είναι προφανώς σημαντική: το ποσοστό εσφαλμένης ποινικής απόφασης πρέπει (από λογικής και δικαιοπολιτικής άποψης) να εκμηδενίζεται, και οι πολυμελείς συνθέσεις, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, συμβάλλουν καίρια σε αυτό.
Η λογική δεν μπορεί παρά να θέλει (και η Πολιτεία δεν μπορεί παρά οφείλει να μεριμνά ώστε) να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες έκθεσης του δικαστή στις απευκταίες επιλογές, ιδίως της καταδίκης ενός αθώου, αλλά και της αθώωσης ενός ενόχου. Σε διαφορετική περίπτωση, η πρώτη αυτοαναιρείται και η δεύτερη αυτοϋπονομεύεται.
Το ανωτέρω αποτελεί έναν «στεγνό» τρόπο αποτύπωσης του λογικού οφέλους που προκύπτει όταν απλώς και μόνο συναποφασίζουμε, το οποίο είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι μεγεθύνεται όταν προηγείται ένας γόνιμος διάλογος – μια διάσκεψη εν προκειμένω.
Ο ως άνω υπολογισμός μπορεί να δώσει τα αντίθετα αποτελέσματα μόνο εάν η βάση εκκίνησης είναι διαφορετική: μόνο εάν ο Χ δικαστής αποφασίζει λανθασμένα τις περισσότερες φορές. Τότε, και μόνον τότε, η τριμελής σύνθεση σημαίνει ότι η πιθανότητα «πλειοψηφικού λάθους» αυξάνει και το πλεονέκτημα γίνεται μειονέκτημα.
Συμπέρασμα: εφόσον εκκινούμε από την παραδοχή ότι ο Χ δικαστής αποφασίζει σωστά τις περισσότερες φορές, δεν μπορούμε παρά να υπερασπιζόμαστε τις πολυμελείς συνθέσεις για τις σύνθετες και μεγάλης απαξίας πράξεις. Η κοινή λογική θέλει να διατηρηθούν.
Πρωτίστως όμως οι πολυμελείς συνθέσεις, στις σύνθετες και με μεγάλη απαξία πράξεις (και τέτοιες είναι πλέον και τα πλημμελήματα) συνιστούν αναγκαία διαδικαστική εγγύηση ορθοκρισίας, απόδειξη εμπιστοσύνης του κοινωνικού σώματος προς τους δικαστές ότι αποφασίζουν σωστά τις περισσότερες φορές και έμπρακτη εκδήλωση μέριμνας της Πολιτείας ώστε να αποφασίζουν σωστά σε ακόμη περισσότερες.
Γιώργος Καρανικόλας
Senior Associate
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 24 Δεκεμβρίου 2023.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.