[vc_row][vc_column][vc_column_text]
«Κάθετες συμφωνίες» και Ελεύθερος Ανταγωνισμός:
Οι κίνδυνοι για τις επιχειρήσεις
Πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας δύο αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα, στον κλάδο παραγωγής και εμπορίας μαργαρίνης και βουτύρου. Με αυτές επιβλήθηκαν βαρύτατα πρόστιμα στις εμπλεκόμενες εταιρείες, που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της σχετικής αγοράς, για παράνομες «κάθετες συμφωνίες» με τους διανομείς τους.
Κάθετες συμφωνίες είναι οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής (λ.χ. παραγωγός-έμπορος χονδρικής ή λιανικής- διανομέας). Θεωρούνται μειωμένου κινδύνου για τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις οριζόντιες συμφωνίες (εκείνες δηλαδή μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων). Δεν εξαιρούνται όμως από την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Η σύναψη (ακόμα και σιωπηρά) κάθετων συμφωνιών με όρους που περιορίζουν παράνομα τον ανταγωνισμό επισύρει βαρύτατα πρόστιμα (έως 30% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης από τα προϊόντα που αφορούν στην παράβαση-σωρευτικά για κάθε «προβληματική» χρήση).
Ποιοι είναι όμως οι «επικίνδυνοι» όροι που συνηθέστερα εμφανίζονται σε παρόμοιες συμβάσεις:
(α) Καθορισμός Τιμών Μεταπώλησης
Συχνά οι επιχειρήσεις επιθυμούν να καθορίσουν τις τιμές πώλησης στις οποίες θα μεταπωλούν οι διανομείς τα προϊόντα τους. Μια τέτοια (ρητή ή «κεκαλυμμένη») συμβατική ρύθμιση δεν είναι επιτρεπτή γιατί περιορίζει, το δίχως άλλο, τον ελεύθερο ανταγωνισμό (intrabrand competition) και επιφέρει κυρώσεις.
Η αιτιολόγηση που συχνά προβάλλεται από μέρους των επιχειρήσεων είναι και γνωστή και σοβαρή: η θέσπιση ενιαίας τιμής μεταπώλησης αποκλείει το ενδεχόμενο πώλησης των προϊόντων σε τιμές κάτω του κόστους (για να αποφευχθούν δηλ. ενέργειες που εμπίπτουν στο δίκαιο του Αθέμιτου Ανταγωνισμού). Όμως έχει, και ορθά, απορριφθεί από την νομολογία.
Επιτρεπτή είναι μόνο η αναφορά προτεινόμενης ή μέγιστης τιμής. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν προκύπτει δέσμευση των διανομέων για την τήρησή τους.
(β) Γεωγραφικός Περιορισμός των Πωλήσεων
Συχνά επίσης συμφωνείται απαγόρευση πωλήσεων από τον διανομέα σε πελάτες εκτός της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής η οποία του έχει ανατεθεί. Κρίσιμη είναι εδώ η διαφοροποίηση ανάμεσα στις ενεργητικές και παθητικές πωλήσεις.
Αξιολογείται ως επιτρεπτή η απαγόρευση ενεργητικών πωλήσεων (δηλαδή πωλήσεων που απαιτούν την ενεργητική προσέγγιση των πελατών εκ μέρους του διανομέα) εκτός της περιοχής που του έχει παραχωρηθεί, κατ’ αποκλειστικότητα, από την παραγωγό εταιρεία. Αντίθετα, ο διανομέας θα πρέπει πάντα να παραμένει ελεύθερος να διενεργεί παθητικές πωλήσεις (δηλαδή να ανταποκρίνεται στην αυτόβουλη προσέγγιση από πελάτες) ακόμα και εκτός της αποκλειστικής του περιοχής.
(γ) Απαγόρευση Ανταγωνισμού
Η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού είναι επιτρεπτή μόνο εάν η διάρκειά της δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη και το μερίδιο της αγοράς κάθε συμβαλλόμενου δεν ξεπερνά το 30%. Αν δεν συντρέχουν οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ο σχετικός όρος κρίνεται κατά περίπτωση,
Ο ευρωπαίος νομοθέτης έχει καταγράψει όλους τους ανωτέρω όρους στους «περιορισμούς ιδιαίτερης σοβαρότητας» (hardcore restrictions), η ύπαρξη των οποίων, στις συμβάσεις μεταξύ μιας επιχείρησης και των διανομέων της. κρίνεται παράνομη.
Συμπερασματικά: Είναι απολύτως κρίσιμο, πριν τη χάραξη της εμπορικής πολιτικής κάθε επιχείρησης σχετικά με κάθετες συμφωνίες που ενδιαφέρεται να συνάπτει με τους διανομείς-χονδρεμπόρους-λιανεμπόρους, να προηγείται στενή συνεργασία με το νομικό σύμβουλο της επιχείρησης. Μοιάζει να είναι ο μοναδικός τρόπος αποφυγής κινδύνων επιβολής βαρύτατων προστίμων που μπορεί να απειλήσουν ακόμα και την ίδια την ύπαρξη της επιχείρησης.
Κωνσταντίνος Κορνηλάκης
Partner
Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Νοεμβρίου 2018