Μας απασχόλησαν ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, η έννοια και οι διακρίσεις των παρεπόμενων υποχρεώσεων των εργαζόμενων. Οι συνέπειες, επίσης, από την ενδεχόμενη παραβίασή τους. Ποιες όμως οι, κατ’ ιδίαν, παρεπόμενες υποχρεώσεις και ποιο το ειδικότερο περιεχόμενό τους;
Απολύτως περιορισμένη προκύπτει η θεωρητική διερεύνηση των συγκεκριμένων, εξαιρετικά σημαντικών, υποχρεώσεων. Ακριβώς όμως λόγω της σημασίας τους ενδείκνυται μια, έστω σύντομη-περιπτωσιολογική, προσέγγισή τους:
Υποχρέωση Υπακοής
Πρόκειται για την υποχρέωση του εργαζόμενου να συμμορφώνεται με τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη του. Εξαντλείται, κατά βάση, στην παροχή της εργασίας σύμφωνα με τις εντολές του τελευταίου. Ενδεχόμενη μη τήρηση των εντολών του εργοδότη θα συνιστά μη εκπλήρωση (ή πλημμελή εκπλήρωση) της κύριας υποχρέωσης του εργαζόμενου: της παροχής εργασίας. Η υποχρέωση υπακοής, επομένως, συνιστά αναγκαίο περιεχόμενο της ίδιας της κύριας υποχρέωσής του για παροχή εργασίας. Είναι όμως δυνατό, σε κάποιες περιπτώσεις, να λάβει (και) αυτοτελή χαρακτήρα. Ως υποχρέωση, λ.χ., συμμόρφωσης με υποχρεώσεις που απορρέουν από το νόμο (ενδ.: απαγόρευση καπνίσματος).
Υποχρέωση Πίστης
Μια από τις σημαντικότερες, παρεπόμενες, υποχρεώσεις του εργαζόμενου είναι η υποχρέωση πίστης. Περικλείει πλήθος παρεπόμενων υποχρεώσεων (:οι βασικότερες στη συνέχεια), οι οποίες απορρέουν από την υποχρέωση καλόπιστης συμπεριφοράς. Η υποχρέωση πίστης του εργαζόμενου απορρέει από τη γενικότερη υποχρέωση επίδειξης καλής πίστης (288 ΑΚ: Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη). Αποσκοπεί στη διατήρηση και προαγωγή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων.
Η υποχρέωση πίστης επιβάλλει στον εργαζόμενο να λαμβάνει υπόψη τις εύλογες προσδοκίες και να προάγει τα δικαιολογημένα και νόμιμα συμφέροντα του εργοδότη του.
Η εργασιακή σχέση είναι, εκ των πραγμάτων, σχέση αυξημένης εμπιστοσύνης˙ αυξημένη, κατά τούτο, προκύπτει και η υποχρέωση πίστης. Η έκτασή της όμως ποικίλλει, ανάλογα με το είδος της εργασιακής σχέσης και της θέσης που κατέχει ο εργαζόμενος (λ.χ.: διευθύνων υπάλληλος έναντι απλού εργάτη και εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης έναντι περιστασιακής όμοιας).
Η υποχρέωση πίστης του εργαζόμενου δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πως εμποδίζει τον τελευταίο να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά του.
Σημαντικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την υποχρέωση πίστης είναι και οι ακόλουθες:
Υποχρέωση Παράλειψης Πράξεων Ανταγωνισμού
Περιεχόμενο της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού συνιστά η παράλειψη δραστηριοτήτων ή πράξεων ανταγωνιστικών με την επιχείρηση του εργοδότη. Δεν ενδιαφέρει αν, τελικά, βλάπτονται τα συμφέροντα του εργοδότη. Αρκεί να είναι ενδεχόμενη μια τέτοια βλάβη.
Η θεμελίωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης δεν απαιτεί ειδική συμφωνία. Απορρέει από την καλόπιστη συμπεριφορά που επιβάλλεται να επιδεικνύει ο εργαζόμενος (:288 ΑΚ).
Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού ισχύει για όσο χρόνο διαρκεί και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Είναι δυνατό να διατηρηθεί και μετά τη λύση της, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ειδικής συμφωνίας (:ρήτρα μη ανταγωνισμού).
Υποχρέωση Παράλειψης Παράλληλης Απασχόλησης
Με τη σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο εργαζόμενος δεσμεύεται να αφιερώσει την εργασιακή του δύναμη, για συγκεκριμένο χρόνο, στον εργοδότη του.
Καθώς η συγκεκριμένη δέσμευση αφορά συγκεκριμένο χρόνο, ο εργαζόμενος μπορεί, κατά τα λοιπά, ελεύθερα να διαθέτει τον υπόλοιπο χρόνο του˙ ακόμη και απασχολούμενος σε άλλον εργοδότη.
Η ως άνω ευχέρεια ενδέχεται να περιορίζεται:
(α) Όταν υπάρχουν αντίθετες προβλέψεις αναγκαστικού δικαίου (όταν, λ.χ., η περαιτέρω απασχόληση λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση του ανώτατου ωραρίου ημερήσιας εργασίας ή κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας αναψυχής).
(β) Όταν η απασχόληση σε άλλο εργοδότη είναι βλαπτική για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργαζόμενου έναντι του αρχικού εργοδότη. Ή συνιστά (απαγορευμένη) ανταγωνιστική δραστηριότητα.
(γ) Όταν έχουν συνομολογηθεί αντίθετες ρήτρες-επιτρεπτές από τη νομολογία (λ.χ. παράλειψης απασχόλησης σε άλλο εργοδότη ή απασχόλησης ύστερα από έγκριση του αρχικού εργοδότη).
Υποχρέωση Εχεμύθειας
Εξαιρετικά σημαντική είναι η υποχρέωση εχεμύθειας. Περιεχόμενο της αποτελεί η απαγόρευση στον εργαζόμενο να προβαίνει σε χρήση προς ίδιο (ή τρίτων) όφελος ή κοινοποίηση σε τρίτους επιχειρηματικών (εμπορικών και βιομηχανικών) απορρήτων. Επίσης προσωπικών δεδομένων που, εξ αφορμής της εργασίας του, πληροφορήθηκε.
Η υποχρέωση αυτή είναι συναφής, κατά το σκέλος των επιχειρηματικών απορρήτων, με την προαναφερθείσα υποχρέωση παράλειψης ανταγωνιστικών πράξεων.
Ποινικές κυρώσεις προβλέπονται για την περίπτωση αθέμιτης γνωστοποίησης εμπορικών ή βιομηχανικών απορρήτων από τον εργαζόμενο. Όταν, δηλ., ο εργαζόμενος «…κατά το χρονικόν διάστημα της υπηρεσίας του», προβαίνει στην προαναφερόμενη γνωστοποίηση με σκοπό ανταγωνισμού «…ή επί τη προθέσει βλάβης του κυρίου του καταστήματος ή της επιχειρήσεως», διώκεται ποινικά (άρ. 16 §1 ν. 146/1914). Αντίστοιχη ποινική ευθύνη έχει κι όταν προβεί στην ως άνω αθέμιτη γνωστοποίηση και ύστερα από τη λύση της εργασιακής του σχέσης (άρ. 16 §2 ν. 146/1914).
Η υποχρέωση εχεμύθειας είναι δυνατό να διατηρείται, υπό προϋποθέσεις, και μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας (:μετενέργεια). Χωρίς, δηλαδή, να υφίσταται ιδιαίτερη, σχετική, συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου (7440/1999 ΠολΠρωτΑθ).
Υποχρέωση Πληροφόρησης
Πρόσθετη υποχρέωση του εργαζόμενου, ενόσω διαρκεί η σύμβαση εργασίας του, συνιστά η υποχρέωση πληροφόρησης (ή ενημέρωσης). Η υποχρέωση αυτή έχει δύο σκέλη.
Το πρώτο αφορά στην υποχρέωση του εργαζόμενου να πληροφορεί, εγκαίρως, τον εργοδότη σχετικά με προσωπικές του ιδιότητες ή καταστάσεις. Ιδίως, όταν αυτές διαφοροποιούνται από εκείνες που ίσχυαν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εργασίας του. Πρόκειται, ειδικότερα, για πληροφορίες οι οποίες επηρεάζουν την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής εργασίας (λ.χ. ασθένεια, αφαίρεση άδειας διπλώματος από εργαζόμενο ως οδηγό κλπ).
Το δεύτερο σκέλος αφορά στην υποχρέωση του εργαζόμενου να ενημερώνει τον εργοδότη του σχετικά με ενδεχόμενη ζημία ή κίνδυνο για τα συμφέροντα της επιχείρησης (λ.χ. τυχόν βλάβη μηχανήματος, Η/Υ ή του αυτοκινήτου που παραχωρήθηκε στον εργαζόμενο στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των καθηκόντων του).
Υποχρέωση Υποβολής Σε Ιατρικές Εξετάσεις
Παρεπόμενη υποχρέωση του εργαζόμενου, η οποία γεννάται σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης, αποτελεί η υποχρέωση υποβολής σε ιατρικές εξετάσεις.
Στις εξαιρετικές περιπτώσεις συγκαταλέγονται η διενέργεια ιατρικών εξετάσεων: (α) που προβλέπεται από το νόμο (λ.χ. σε επαγγέλματα υγειονομικού ενδιαφέροντος), (β) στο πλαίσιο υπέρτερου συμφέροντος του εργοδότη (λ.χ. υποψία μεταδοτικής νόσου που επιφυλάσσει κινδύνους για την υγεία του λοιπού προσωπικού˙ λ.χ. Covid-19).
Στις συγκεκριμένες, εξαιρετικές, περιπτώσεις, οι εξετάσεις που διενεργούνται πρέπει να περιορίζονται στις απολύτως αναγκαίες για την επίτευξη του εκάστοτε δικαιολογητικού τους σκοπού. Επίσης: να διασφαλίζονται τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των εργαζόμενων.
Περιορισμοί στην ελευθερία της γνώμης
Η ελευθερία της γνώμης απολαμβάνει συνταγματική προστασία. Δεν είναι, ωστόσο, χωρίς όρια. Στο πλαίσιο (και) της εργασιακής σχέσης υφίστανται περιορισμοί στην ελευθερία της γνώμης του εργαζόμενου.
Παραβιάζεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση πίστης, όταν η γνώμη του εργαζόμενου συνιστά ανακριβή κριτική προς την επιχείρηση. Επίσης, όταν συντρέχει δυσφήμιση των προϊόντων ή υπηρεσιών της ή προσβολή της τιμής του εργοδότη.
Τυχόν παραβίαση των συγκεκριμένων περιορισμών είναι ενδεχόμενο να αποτελέσει ακόμη και λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η συνδρομή των προϋποθέσεων μιας τέτοιας καταγγελίας θα εξαρτηθεί από τη βαρύτητα της παράβασης του εργαζόμενου. Ιδίως, από τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή συντελέστηκε (θα πρέπει, λ.χ., να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες των επιλήψιμων δηλώσεων: δημόσια ή ιδιωτικά, στο διαδίκτυο και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε κατ’ ιδίαν συζήτηση με συγγενικό πρόσωπο, σε συζήτηση με πελάτη της επιχείρησης ή άσχετο με αυτή πρόσωπο-οικείο του εργαζόμενου).
Σε κάθε περίπτωση, η έκταση του περιορισμού της ελευθερίας της γνώμης του εργαζόμενου εξαρτάται από τη θέση του και τα καθήκοντα που αυτός έχει αναλάβει.
Υποχρέωση παράλειψης συμπεριφοράς που συνιστά απαγορευμένη διάκριση ή παρενόχληση
Παρεπόμενη υποχρέωση του εργαζόμενου συνιστά, επίσης, η παράλειψη οποιασδήποτε συμπεριφοράς που συνιστά απαγορευμένη διάκριση (λ.χ. λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, ηλικίας, θρησκευτικών και λοιπών πεποιθήσεων, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού). Ομοίως, η παράλειψη συμπεριφορών που συνιστούν βία και παρενόχληση στον χώρο εργασίας.
Ο εργαζόμενος οφείλει να παραλείπει τέτοιες συμπεριφορές, μολονότι δεν συνδέεται συμβατικά με τους συναδέλφους του, αλλά μόνον με τον εργοδότη. Ο τελευταίος δικαιούται, σε διαφορετική περίπτωση, να προβεί ακόμα και στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου, ο οποίος ενδεχομένως υιοθετεί μια τέτοια, μη ανεκτή, συμπεριφορά.
Εκτός υπηρεσίας & περιβάλλοντος εργασίας συμπεριφορά
Ο εργασιακός βίος διακρίνεται, σαφώς, από την ιδιωτική ζωή του εργαζόμενου. Ωστόσο, συμβατικές υποχρεώσεις του εργαζόμενου ενδέχεται, κατ΄ εξαίρεση, να επεκτείνονται και στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του.
Η ανωτέρω υποχρέωση γεννάται, ιδίως, για εργαζόμενους επιχειρήσεων, οι οποίες φέρουν ιδιαίτερο πολιτικό, ηθικό, ιδεολογικό πρόσημο.
Στη βάση της συγκεκριμένης παραδοχής, έχει κριθεί πως γιατρός σε νοσηλευτικό ίδρυμα καθολικής εκκλησίας δεν νομιμοποιείται να δηλώνει δημόσια υπέρμαχος των αμβλώσεων (:μολονότι οι συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις είναι επιτρεπτές από το νόμο, απαγορεύονται από την καθολική ηθική και τους εκκλησιαστικούς της κανόνες).
Οι εκτός υπηρεσίες υποχρεώσεις των εργαζόμενων εξαρτώνται, αυτονοήτως, από τη θέση και τα καθήκοντά τους μέσα στην επιχείρηση. Άλλες εκείνες, λ.χ. του εκπροσώπου τύπου και άλλες του κηπουρού της.
Κύρια υποχρέωση του εργαζόμενου συνεχίζει να αποτελεί η παροχή της εργασίας του. Εκτός από την κύρια υποχρέωση, ωστόσο, τον βαρύνουν και σωρεία άλλων-σημαντικών: οι παρεπόμενες. Η σημασία των τελευταίων αποδεικνύεται αδιαμφισβήτητη: σημαντικές (και) οι κυρώσεις για τον παραβάτη.
Υποχρέωση, ωστόσο, του εργαζόμενου αποτελεί η ευλαβική εκπλήρωση και των παρεπόμενων υποχρεώσεών του˙ εστιάζοντας, αν μη τι άλλο, στη διαχείριση, με καλή προαίρεση, των θεμάτων που συναρτώνται με την εργασία του.
Κι ας μην ξεχνάμε: η από μέρους των εργαζόμενων προάσπιση των νομίμων συμφερόντων της επιχείρησης-εργοδότη τους μοιάζει, κατ’ ελάχιστον, αναγκαία για την επίτευξη των στόχων και σκοπών αμφοτέρων.-
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 2 Ιανουαρίου 2022.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.