Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ασχοληθήκαμε με ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις έγκυρης λήψης των αποφάσεων του ΔΣ. Ενδεχόμενη παραβίαση διαδικαστικών προϋποθέσεων ή/και ουσιαστικών διατάξεων οδηγεί σε ελαττωματικές αποφάσεις. Περί αυτών το παρόν.
Αναγκαιότητα Ειδικής Ρύθμισης
Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, ο νομοθέτης δεν προέβλεπε την αντιμετώπιση των σχετικών περιπτώσεων. Ωστόσο, με τον ν. 4548/2018, θεσπίστηκε, το πρώτον, ειδική νομοθετική πρόβλεψη αναφορικά με τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ (αρ. 95).
Οι ρυθμίσεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ δεν ταυτίζονται με τις αντίστοιχες για τη ΓΣ. Τούτο, οφείλεται, σαφώς, στη διαφορετική φύση των αποφάσεων των δύο οργάνων και ειδικότερα (όπως επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρ. 95):
(α) Οι αποφάσεις του ΔΣ αφορούν, κατά κύριο λόγο, θέματα διαχείρισης. Ως εκ τούτου, θα ήταν παράτολμο να υπαχθούν σε δικαστικό έλεγχο διαχειριστικές αποφάσεις. Δεδομένου και του -κατωτέρω αναφερόμενου- κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης.
(β) Οι αποφάσεις του ΔΣ λαμβάνονται από όργανο που υπέχει ευθύνη έναντι της ΑΕ. Αντίθετα, οι μέτοχοι είναι, καταρχήν, ανεύθυνοι. Η σχετική ευθύνη του ΔΣ, επομένως, δύναται να θεωρηθεί ως ασφαλιστική δικλείδα, που θα αντιμετωπίζει με επάρκεια (έστω και ex post) τα αναφυόμενα ζητήματα από τυχόν παράνομες αποφάσεις του ΔΣ.
(γ) Οι αποφάσεις του ΔΣ, αφού ληφθούν εκτελούνται. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να στερείται νοήματος η εξέταση του αν αποφάσεις ήταν ή όχι έγκυρες. Ενώ, αν έχουν εκτελεσθεί, θα απομένει το ζήτημα της ευθύνης των μελών του ΔΣ.
Δεδομένων των ανωτέρω και για λόγους, αφενός ασφάλειας δικαίου αφετέρου μη ασφαλών συμπερασμάτων της νομολογίας, κρίθηκε αναγκαία η ειδική ρύθμιση για την αντιμετώπιση των ελαττωματικών αποφάσεων του ΔΣ.
Ο νόμος, ειδικότερα, διακρίνει, ως προς τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ μεταξύ: (α) αποφάσεων με ελαττώματα ουσίας (άρ. 95 §1), (β) αποφάσεων με ελαττώματα διαδικασίας (άρ. 95 §2) και (γ) αποφάσεων που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων (άρ. 95 §4).
Αποφάσεις Με Ελαττώματα Ουσίας
Άκυρη είναι κάθε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που το περιεχόμενό της αντίκειται στο νόμο ή στο καταστατικό της ΑΕ (άρ. 95 §1).
Στην έννοια του νόμου, εμπίπτουν οι απαγορευτικοί κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Όχι διατάξεις ενδοτικού δικαίου, από τις οποίες και επιτρέπεται απόκλιση.
Υπό την έννοια αυτή, άκυρη είναι τυχόν απόφαση του ΔΣ που αντίκεινται σε απαγορευτικές διατάξεις του ΑΚ. Λ.χ.: αποφάσεις αντίθετες στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178, 179). Αποφάσεις, επίσης, που λαμβάνονται κατά κατάχρηση δικαιώματος (:281 ΑΚ-υπό την επιφύλαξη της συνέπειας της παράβασης του 281 ΑΚ στις απαριθμούμενες αποφάσεις της §4 του άρ. 95).
Το ίδιο ισχύει και για τυχόν απόφαση που παραβιάζει τις διατάξεις για αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ. Όπως ρητά προβλέπεται, η ΓΣ είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει -μεταξύ άλλων- για τροποποιήσεις του καταστατικού, την εκλογή μελών ΔΣ και ελεγκτών, την έγκριση της συνολικής διαχείρισης και των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τη διάθεση των ετήσιων κερδών. Είναι, συνεπώς, άκυρες αποφάσεις του ΔΣ επ’ αυτών των θεμάτων ή άλλων που απαριθμούνται στον νόμο (117 §1).
Άκυρες είναι, ακόμη, οι αποφάσεις του ΔΣ, το περιεχόμενο των οποίων προσκρούει σε (έγκυρες) καταστατικές προβλέψεις ή (νόμιμη) απόφαση της ΓΣ.
Δεν είναι άκυρη, ωστόσο, απόφαση αντίθετη σε εξωεταιρική (εξωκαταστατική) συμφωνία. Ακόμη και αν όλοι οι μέτοχοι έχουν συμφωνήσει στη σύναψή της.
Αποφάσεις Με Ελαττώματα Διαδικασίας
Κανόνας
Ο νομοθέτης επέλεξε τον κανόνα της ακυρότητας είτε πρόκειται για αποφάσεις με ελαττώματα ουσίας είτε με ελαττώματα ως προς τη διαδικασία λήψης τους. Ομοίως, άκυρες, επομένως, καθίστανται αποφάσεις του ΔΣ που λήφθηκαν κατά τρόπο μη σύμφωνο με τον νόμο ή το καταστατικό (άρ. 95 §2). Αποφάσεις, δηλ., για τις οποίες σημειώθηκε διαδικαστικό σφάλμα κατά τη λήψη τους.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν αποφάσεις, που λήφθηκαν κατά παράβαση των προϋποθέσεων:
(α) νόμιμης σύνθεσης του ΔΣ: Λ.χ. κατά παράβαση των διατάξεων για την απαρτία και την πλειοψηφία (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95). Στο πλαίσιο αυτό, έχει κριθεί άκυρη απόφαση που ελήφθη με την παρουσία μικρότερου αριθμού μελών ΔΣ από αυτόν που προβλεπόταν στο καταστατικό ή στην απόφαση της ΓΣ (8064/2017 ΠολΠρωτΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 2070/2011 ΕφΑθ, ΔΕΕ 2011). Επίσης, και όλως ενδεικτικά, περίπτωση μη νόμιμης σύνθεσης του ΔΣ συνιστά η μη παράσταση ή αντιπροσώπευση των μισών μελών του ΔΣ πλέον του ενός. Ακόμη, η μη τήρηση του, προβλεπόμενου στον νόμο (άρ. 92 §1), ελάχιστου αριθμού των τριών (παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων) συμβούλων.
(β) νόμιμης σύγκλησης του ΔΣ: Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν, λ.χ., δεν κοινοποιήθηκε η πρόσκληση σε όλα τα μέλη του ΔΣ. Ή τούτη δεν κοινοποιήθηκε μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τον νόμο ή το καταστατικό.
Η Εξαίρεση Της Ομόφωνης Απόφασης Του ΔΣ
Από τον κανόνα της ακυρότητας ως προς τις διαδικαστικές παραβάσεις, ωστόσο, εισάγεται εξαίρεση. Συγκεκριμένα, όταν η απόφαση ελήφθη, ομόφωνα-από όλα τα μέλη του ΔΣ (παρόντα ή νομίμως εκπροσωπούμενα), τυχόν ακυρότητα δεν δικαιολογείται (:βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95). Επί της συγκεκριμένης ρύθμισης, διατυπώνονται, (και ορθά) σοβαρές επιφυλάξεις. Και τούτο γιατί από το γράμμα του νόμου, φαίνεται η ρύθμιση αυτή να καταλαμβάνει το σύνολο των διαδικαστικών σφαλμάτων. Είτε αφορούν τη νόμιμη σύγκληση είτε τη νόμιμη σύνθεση.
Μια τέτοια παραδοχή, όμως, θα συνιστούσε απόκλιση από ειδικότερες διατάξεις για το ΔΣ. Εκείνες που αφορούν στην εγκυρότητα των εκτός έδρας συνεδριάσεων (90 §3) ή της μη αναγραφής (με σαφήνεια) των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης (91 §2 εδ. β΄)-εφόσον παρίστανται (ή αντιπροσωπεύονται) όλα τα μέλη του ΔΣ και κανείς δεν αντιλέγει.
Επίσης, η παραδοχή αυτή δεν συνάδει με τις διατάξεις για την απαρτία και την πλειοψηφία. Η παράβαση αυτών, συγκεκριμένα, αποκλείει την επίτευξη ομοφωνίας.
Δεδομένων των ανωτέρω, προτείνεται η ερμηνεία (κατ’ άλλους, ειδικότερα και, καθ’ ημάς, ορθότερα: η τελολογική συστολή) της εν λόγω διάταξης περί της εξαίρεσης.
Καταρχάς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι από την εν λόγω εξαίρεση αποκλείονται σφάλματα, που αφορούν τη νόμιμη σύνθεση του ΔΣ. Κατά δεύτερον, η δικαιολόγηση της μη ακυρότητας της ελαττωματικής απόφασης δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στην ομόφωνη λήψη της. Αντίθετα, στην παράσταση (ή/και αντιπροσώπευση) όλων των μελών του ΔΣ και στη μη διατύπωση αντίρρησης στη λήψη της απόφασης αυτής.
Αναλογική Εφαρμογή Των Σχετικών Διατάξεων Για Τη ΓΣ
Ειδικά Ρυθμιζόμενες Αποφάσεις Του ΔΣ
Πέρα από τις ανωτέρω αποφάσεις του ΔΣ, για ορισμένες άλλες επιφυλάσσεται (άρ. 95 §4), σε περίπτωση ελαττωματικότητάς τους, αναλογική εφαρμογή αντίστοιχων ρυθμίσεων για τη ΓΣ (των άρ. 137 και 138).
Ειδικότερα, πρόκειται για τις ακόλουθες, περιοριστικά απαριθμούμενες στον νόμο αποφάσεις του ΔΣ:
(α) Την απόφαση, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του ΔΣ, περί περιορισμού ή απόκλισης του δικαιώματος προτίμησης (άρ. 27 §4).
Δεκτό πρέπει να γίνει, ευλόγως (δεδομένης και της υπαγωγής της περίπτωσης του άρ. 117 §2 περ. α΄ στις εν λόγω απαριθμούμενες αποφάσεις του ΔΣ), ότι τα άρθρα 137 και 138 εφαρμόζονται αναλογικά και επί της προηγούμενης (κύριας) απόφασης του ΔΣ για έκτακτη αύξηση κεφαλαίου λόγω της σχέσης κύριου-παρεπομένου που τις συνδέει.
(β) Την απόφαση που αφορά την έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών (warrants -άρ. 56 §2).
(γ) Την απόφαση σχετικά με την έκδοση ομολογιακού δανείου με μετατρέψιμες ομολογίες (άρ. 71 §1 περ. β΄).
(δ) Τις αποφάσεις αναφορικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου ή τις πράξεις αναπροσαρμογής του κεφαλαίου, την τροποποίηση ή προσαρμογή διατάξεων του καταστατικού και τη συγχώνευση (άρ. 117 §2 περ. α΄, β΄, ε΄).
Λαμβάνοντας το ΔΣ τις ως άνω αποφάσεις, λειτουργεί, κατ’ ουσίαν, όπως η ΓΣ. Εξ αυτού του λόγου (και με σκοπό την ενιαία αντιμετώπιση των ομοίου αντικειμένου αποφάσεων, ανεξάρτητα από το όργανο που την εκδίδει), ο νομοθέτης προκρίνει τη λύση της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ.
Ως εκ τούτου, τυχόν ελλαττωματικές σχετικές αποφάσεις καθίστανται ακυρώσιμες, εφόσον έχουν παραβιασθεί διαδικαστικοί κανόνες κατά τη λήψη τους από το ΔΣ. Άλλως, άκυρες, εφόσον το περιεχόμενό τους αντίκειται στο νόμο ή στο καταστατικό (κατά τα προβλεπόμενα στα άρ. 137, 138).
Η Ειδική Περίπτωση Της Κατάχρησης Της Εξουσίας Της Πλειοψηφίας
Από την αναλογική εφαρμογή στις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ των διατάξεων για τις αντίστοιχες (:ελαττωματικές αποφάσεις) της ΓΣ (άρ. 137 και 138) εξαιρείται ρητά η περίπτωση ακυρωσίας απόφασης ΓΣ η οποία ελήφθη κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας (:άρ. 137 §2, περ. β’). Η εν λόγω διάταξη προβλέπει την ακυρωσία (281 ΑΚ -μολονότι, δηλαδή, πρόκειται για ελάττωμα ουσίας).
Στη θεωρία υπάρχει διχογνωμία αναφορικά με τον τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι αποφάσεις αυτές. Ήτοι αν θα καθίστανται άκυρες ή ακυρώσιμες και με βάση ποια διάταξη. Η απάντηση στο σχετικό ζήτημα αποτελεί αντικείμενο εκτενούς νομικού διαλόγου και προτείνεται ακόμη και η contra legem ερμηνεία.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εξαίρεση αυτή δεν θα δικαιολογούσε τυχόν θέση περί μη ελέγχου καταχρηστικότητας των εν λόγω αποφάσεων (αυτό γινόταν δεκτό και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, 1408/2010 ΑΠ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 8064/2017 ΠολΠρωτΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλως, θα δημιουργείτο ανεπίτρεπτο κενό προστασίας τυχόν μετοχικής μειοψηφίας από καταχρηστικές αποφάσεις του ΔΣ.
Ανυπόστατη Απόφαση
Σε αντίθεση με τις νομοθετικές προβλέψεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ, ο νόμος (αρ. 95), δεν αντιμετωπίζει την περίπτωση τυχόν ανυπόστατων αποφάσεων του ΔΣ. Το δικαστήριο που θα επιληφθεί επαφίεται η εφαρμογή των, κατά περίπτωση, κατάλληλων διατάξεων.
Πρόκειται, πάντως, για εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις: Ανυπόστατη τυγχάνει (μεταξύ άλλων) η απόφαση στη λήψη της οποίας συμμετείχαν μόνο μη μέλη του ΔΣ. Αντίστοιχα, όταν λαμβάνεται απόφαση του ΔΣ με πρακτικό δια περιφοράς και απουσιάζουν οι υπογραφές του συνόλου των μελών του (547/2019 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, επίσης, βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 95).
Ειδικότερα Ζητήματα Ως Προς Τις Αποφάσεις Του ΔΣ
Κακή Διαχείριση Του ΔΣ
Γίνεται δεκτό (και ορθά) πως ενδεχόμενη κακή διαχείριση εκ μέρους του ΔΣ δεν επηρεάζει το κύρος των αποφάσεών του. Διαφορετικά, ο έλεγχος των αποφάσεων του εν λόγω οργάνου θα κατέληγε έλεγχος σκοπιμότητας και όχι, μόνον, νομιμότητας. Υπόθεση μη συμβατή με τον κανόνα της αυτονομίας του ΔΣ και της επιχειρηματικής ελευθερίας (όπως αυτή θεμελιώνεται στη βάση του κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης).
Άλλωστε, ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση από το ΔΣ αντιμετωπίζονται από ειδικότερες διατάξεις και, συγκεκριμένα, από τις διατάξεις για την ευθύνη των μελών του ΔΣ (άρ. 102 και 107).
Ελαττώματα Μεμονωμένων Ψήφων
Όπως ρητά επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95: «εννοείται ότι ελαττώματα μεμονωμένων ψήφων που δόθηκαν από μέλη του ΔΣ (π.χ. ψηφίζει σύμβουλος, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων) θα επηρεάζουν το κύρος της απόφασης μόνο, αν χωρίς την ψήφο αυτή δεν θα σχηματιζόταν πλειοψηφία.».
Η παραδοχή αυτή πηγάζει από τη θεωρία της συνάφειας (που συναντάται στο γερμανικό δίκαιο). Το περιεχόμενο της θεωρίας αυτής, ρητά, αποτυπώνεται στην νομοθετική ρύθμιση για τις αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 137 §5). Ωστόσο, η εφαρμογή της γίνεται, ευλόγως, δεκτή -αναλογικά- και στις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ.
Επικύρωση Ελαττωματικής Απόφασης
Δεκτή γίνεται, επίσης, η αναλογική εφαρμογή της §6 περ. γ΄ του άρθρου 137 περί επικύρωσης ελαττωματικής απόφασης της ΓΣ και στις αποφάσεις του ΔΣ.
Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη, το ΔΣ απαιτείται να λάβει «νεότερη απόφαση», απαλλαγμένη, αυτή τη φορά, από το τυχόν ελάττωμα (876/2010 ΑΠ, 2182/2013 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ευλόγως, επιβεβαιωτική της προηγούμενης, ελλείψει, απλώς, του ελαττώματος. Άλλως, θα επρόκειτο για νέα απόφαση, που θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη δυνατότητα επικύρωσης.
Η επικυρωτική αυτή απόφαση -ως προς τις άκυρες και ακυρώσιμες που τελεσιδίκως έχουν δικαστικώς ακυρωθεί αποφάσεις- δεν έχει αναδρομική ισχύ. Καθώς, γίνεται δεκτό ότι η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να θεραπεύσει τυχόν ακυρότητα (2182/2013 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός της ακυρότητας (907/2000 ΕφΠειρ, 134/2014 ΜονΕφΘρ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αρμόδιο όργανο για την έκδοση της επικυρωτικής απόφασης καθίσταται το ΔΣ που προέβη στη λήψη της ελαττωματικής απόφασης.
Έχει, επανειλημμένα, διατυπωθεί από τον γράφοντα η άποψη πως το ΔΣ είναι, για πολλούς λόγους, το σημαντικότερο (μολονότι όχι το ιεραρχικά ανώτερο) όργανο της ΑΕ. Οι αποφάσεις του έχουν, κατά τούτο, ιδιαίτερη σημασία και αξία τόσο για την ίδια την ΑΕ όσο και για τα μέλη του. Κατέστη, επομένως, αναγκαία, η θέσπιση ειδικής ρύθμισης για την αντιμετώπιση των ελαττωματικών του αποφάσεων. Σημαντικότερη, πάντως, από την εκ των υστέρων διαχείριση των όποιων, συναφών, προβλημάτων είναι η αποφυγή και πρόληψή τους. Σε διαφορετική περίπτωση εμπλεκόμαστε σε δικαστικές ενέργειες, περί των οποίων, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Φεβρουαρίου 2023.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.