Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τη σπουδαιότητα του μετοχικού κεφαλαίου. Επίσης, τη διαφοροποίησή του από την εταιρική περιουσία της ΑΕ, που υπόκειται σε συνεχείς-αλλεπάλληλες μεταβολές. Το μετοχικό κεφάλαιο, αντίθετα, «…αποτελεί “αμετάβλητη” μαθηματική ποσότητα, που αναγράφεται στο καταστατικό της εταιρείας και το οποίο κατά την ίδρυσή της αντιστοιχεί στο άθροισμα της αξίας των εισφορών» (:Αιτ. Έκθ. ν. ΑΕ-4548/2018). Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι το μετοχικό κεφάλαιο δεν μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αυξομειωθεί. Θα επικεντρωθούμε στο παρόν στην αύξησή του καθώς και σε, συγκεκριμένα, ενδιαφέροντα (κάποια, ίσως, και κρίσιμα) σημεία της. Κατά τα λοιπά: έπεται συνέχεια!
Οι κίνδυνοι
Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (με εξαίρεση την «ονομαστική»-για την οποία αμέσως στη συνέχεια) αποτελεί μια από τις κυριότερες μορφές χρηματοδότησης της ΑΕ: το «αντίπαλο δέος», θα λέγαμε, της χρηματοδότησης μέσω (τραπεζικού) δανεισμού.
Η χρηματοδότηση της εταιρείας μέσω της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου παρουσιάζει σειρά πλεονεκτημάτων έναντι του (τραπεζικού) δανεισμού της. Καθώς, όμως, το αντικείμενό μας δεν είναι η χρηματοδότηση της ΑΕ, θα περιοριστούμε στα σημαντικότερα από αυτά.
Συγκεκριμένα: Ανάμεσα στους επενδυτές/χρηματοδότες/μετόχους και την ΑΕ δημιουργείται μετοχική και όχι πιστωτική σχέση. Η ΑΕ δεν υποχρεούται, ως εκ τούτου-και, καταρχήν, δεν επιτρέπεται, να επιστρέψει το κεφάλαιο, στους επενδυτές/μετόχους της. Ούτε όμως οφείλει σε αυτούς τόκο-τουλάχιστον κατά κανόνα. Οι μέτοχοι, αντίθετα, της ΑΕ προσβλέπουν (κατά κανόνα επίσης) στην, υπό προϋποθέσεις, απόληψη μερισμάτων και τη συμμετοχή τους στα κέρδη της-εφόσον υπάρχουν. Περαιτέρω: η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ ενισχύει τη φερεγγυότητα της τελευταίας, σε αντίθεση με την ανάληψη χρέους μέσω δανεισμού.
Δεν πρέπει, όμως, να διαφεύγει της προσοχής μας πως η χρηματοδότηση μέσω αύξησης κεφαλαίου μπορεί να οδηγήσει, εφόσον το επιλέξουν/αποδεχθούν/ανεχθούν οι υφιστάμενοι μέτοχοι, στην είσοδο νέων (μετόχων) στην ΑΕ. Τούτο, ιδίως, συμβαίνει όταν η χρηματοδότηση αναζητείται από ανώνυμο πλήθος χρηματοδοτών/δυνητικών μετόχων μέσω ρυθμιζόμενης αγοράς. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ είναι δυνατό, κατά συνέπεια, να επιφέρει αλλαγές, κάποιες φορές σημαντικές, στις (μετοχικές) ισορροπίες και τη διοίκηση της εταιρείας.
Οι Διακρίσεις Της Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου
Με τον όρο αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν υπονοείται όμως, πάντοτε, τρόπος χρηματοδότησής της. Ας δούμε γιατί:
Ονομαστική & Πραγματική Αύξηση
Η συγκεκριμένη διάκριση αποτελεί απόρροια της διάκρισης του μετοχικού κεφαλαίου από την εταιρική περιουσία. Ειδικότερα:
Ονομαστική Αύξηση
Η συγκεκριμένη (:ονομαστική) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν συνιστά αύξηση της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ. Πρόκειται, απλά, για λογιστική αναπροσαρμογή του μετοχικού κεφαλαίου. Μια αναπροσαρμογή που θα επιλεγεί από τους μετόχους στη βάση της αποτύπωσης της μεγαλύτερης αξίας, που έχει προσλάβει η εταιρική περιουσία εξαιτίας της ύπαρξης (εμφανών ή αφανών) αποθεματικών.
Στην περίπτωση αυτή, η ΑΕ μπορεί να προβεί στην αύξηση της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων μετοχών της. Εναλλακτικά, όμως, είναι δυνατό να εκδώσει νέες μετοχές και να τις παραχωρήσει, χωρίς αντάλλαγμα, στους υφιστάμενους μετόχους της-κατά τον λόγο της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι δεν καταβάλλουν εισφορές. Αντίθετα, «…αποκτούν τις νέες μετοχές αυτομάτως… χωρίς να χρειάζεται προς τούτο οποιαδήποτε δήλωση βουλήσεως. Μάλιστα, η κτήση των νέων μετοχών από τους παλαιούς μετόχους… είναι αναγκαστική με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται αποκλίνουσα ρύθμιση με απόφαση της Γ.Σ. ή ρύθμιση τέτοια που η απόκτηση αυτή θα εξαρτάται από την πλήρωση προϋποθέσεων» (ενδ.: 577/2010 ΕφΘεσσ).
Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως η απόφαση για ονομαστική αύξηση λαμβάνεται από τη ΓΣ με απλή απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 130 §3).
Πραγματική Αύξηση
Η πραγματική αύξηση συνιστά, ταυτόχρονα, αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ και της εταιρικής της περιουσίας καθώς, μέσω αυτής, εισρέουν νέα περιουσιακά στοιχεία.
Περαιτέρω, η πραγματική αύξηση διακρίνεται σε αύξηση κεφαλαίου: (α) με κεφαλαιοποίηση κερδών και (β) με καταβολή εισφορών. Πραγματική είναι και η υπό αίρεση αύξηση κεφαλαίου (:περιπτώσεις έκδοσης μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου-άρθρο 71 και χορήγησης δικαιώματος προαιρέσεως απόκτησης μετοχών-άρθρο 113). Παραλλαγή της αύξησης με εισφορές συνιστά και η πρακτική των προκαταβολών των μετόχων για μελλοντική αύξηση κεφαλαίου. Περαιτέρω:
(α) Πραγματική αύξηση με κεφαλαιοποίηση κερδών: Πρόκειται για την αύξηση που πραγματοποιείται με κεφαλαιοποίηση (του συνόλου ή μέρους) των καθαρών, προς διανομή, κερδών της ΑΕ. Τα κεφαλαιοποιούμενα είναι ενδεχόμενο να αντιστοιχούν στο ελάχιστο ή/και στο πρόσθετο μέρισμα των μετόχων (άρθρο 161 §3).
Στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι δεν λαμβάνουν μέρισμα ή, τουλάχιστον, το σύνολό του. Το, σε διαφορετική περίπτωση, διανεμητέο ποσό κεφαλαιοποιείται. Στους δικαιούχους μετόχους διανέμονται μετοχές, κατά το λόγο της συμμετοχής ενός εκάστου στο μετοχικό κεφάλαιο.
Η απόφαση για την συγκεκριμένη αύξηση λαμβάνεται από τη ΓΣ με απλή, επίσης, απαρτία και πλειοψηφία.
(β) Πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών: Πρόκειται για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή εισφορών σε χρήμα ή σε είδος.
Στην περίπτωση αυτή, εκδίδονται νέες μετοχές για την κάλυψη της πρόσθετης (αριθμητικής) αξίας του κεφαλαίου ή έως την κάλυψη αυτού. Τις μετοχές αυτές αναλαμβάνουν (:σύμβαση ανάληψης) είτε υφιστάμενοι είτε/και (κατά περίπτωση) νέοι μέτοχοι. Οι μέτοχοι υποχρεούνται, ως εκ τούτου, να καταβάλουν την ονομαστική (ή/και, κατά περίπτωση, την υπέρ το άρτιο) αξία των νέων μετοχών.
Η πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Τακτική & Έκτακτη Αύξηση
Με κριτήριο το όργανο που αποφασίζει την πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών, η τελευταία διακρίνεται, περαιτέρω, σε τακτική και έκτακτη (άρθρο 23 εδ. α΄).
Τακτική Αύξηση: Είναι η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που αποφασίζεται από τη ΓΣ με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.
Έκτακτη Αύξηση: Είναι η αύξηση εκείνη, η οποία αποφασίζεται είτε από τη ΓΣ με απλή απαρτία και πλειοψηφία είτε από το ΔΣ. Η συγκεκριμένη αύξηση, λόγω του ειδικότερου ενδιαφέροντός της, θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας.
Το Περιεχόμενο Της Απόφασης Αύξησης
Το ελάχιστο περιεχόμενο της απόφασης του, κατά περίπτωση αρμοδίου, οργάνου της ΑΕ για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου προσδιορίζεται στο νόμο (άρθρο 12 §1, περ. δ΄)˙ είτε πρόκειται για τακτική είτε για έκτακτη αύξηση. Η σχετική απόφαση δημοσιεύεται, πάντοτε, στο Γ.Ε.ΜΗ.
Συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου της εταιρείας πρέπει να αναφέρει-τουλάχιστον (άρθρο 25 §1):
(α) Το ποσό της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Το αρμόδιο κάθε φορά όργανο προβαίνει, καταρχήν, ελεύθερα στον ορισμό του ποσού της αύξησης. Ωστόσο, στην περίπτωση της έκτακτης αύξησης, ο νομοθέτης θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς ως προς τα ανώτατα όρια της αύξησης (άρθρο 24 §1 και 2).
(β) Τον τρόπο κάλυψης της αύξησης (ανάλογα, δηλ., αν πρόκειται να καταβληθούν εισφορές σε χρήμα ή σε είδος). Στην περίπτωση των εισφορών σε είδος, όπως σε προηγούμενη αρθρογραφία μας έχουμε επισημάνει, η σχετική απόφαση πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 17).
(γ) Την προθεσμία κάλυψης της αύξησης (βλ. σχετικά προηγούμενη αρθρογραφία).
(δ) Τον αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν.
(ε) Το είδος των μετοχών που θα εκδοθούν: αν πρόκειται, δηλ. για κοινές, προνομιούχες ή εξαγοράσιμες (ονομαστικές όμως, σε κάθε περίπτωση) μετοχές.
(στ) Την ονομαστική αξία των μετοχών. Ο προσδιορισμός της ονομαστικής αξίας πρέπει να εμπίπτει εντός των ορίων που θέτει ο νόμος: η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί σε ποσό κατώτερο των 0,04€ ούτε ανώτερο των 100€ (άρθρο 35 §1, εδ. α΄).
(ζ) Την τιμή διάθεσης των μετοχών. Ο καθορισμός της τιμής διάθεσης αποβαίνει εξαιρετικά κρίσιμος. Τυχόν χαμηλή τιμή σε σύγκριση με την πραγματική της αξία συνιστά υποχρηματοδότηση της ΑΕ. Επιπλέον, σε περίπτωση εισόδου νέων μετόχων, (μερική τουλάχιστον) απαξίωση των μετοχών των υφισταμένων. Αντίθετα, τυχόν υψηλή τιμή καθιστά δυσχερή τη συμμετοχή στην αύξηση και, κατ’ επέκταση, τη χρηματοδότηση της ΑΕ.
Σε κάθε περίπτωση, η τιμή διάθεσης δεν είναι δυνατό να υπολείπεται της ονομαστικής αξίας της μετοχής. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «…απαγορεύεται η έκδοση μετοχών σε τιμή κατώτερη του αρτίου» (άρθρο 35 §1).
Η ΓΣ είναι δυνατό, στην περίπτωση της τακτικής αύξησης και μόνον, να εξουσιοδοτήσει το ΔΣ (με την απόφαση της αύξησης), προκειμένου να «…προσδιορίσει την τιμή διάθεσης των νέων μετοχών, ή, επί εκδόσεως προνομιούχων μετοχών με δικαίωμα απόληψης τόκου, το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού του». Η εξουσιοδότηση υποβάλλεται σε δημοσιότητα και η διάρκεια ισχύος της δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το ένα έτος (άρθρο 25 §2). Η συγκεκριμένη δυνατότητα παρέχει στο ΔΣ την ευχέρεια εξεύρεσης της καταλληλότερης στιγμής εντός έτους από την απόφαση αύξησης να προσδιορίσει την καλύτερη δυνατή τιμή. Αν, ωστόσο, το ΔΣ δεν αξιοποιήσει τη σχετική δυνατότητα, η αύξηση ματαιώνεται.
Η Έγκριση Κατηγορίας ή Κατηγοριών Μετόχων
Συναντάται, συχνά, στις ΑΕ η ύπαρξη περισσότερων κατηγοριών μετόχων (λ.χ. προνομιούχες). Προβλέπεται, για τις περιπτώσεις αυτές, πως η απόφαση της ΓΣ για τακτική ή έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου καθώς και η απόφασή της που παρέχει εξουσία στο ΔΣ για έκτακτη αύξηση «…υπόκεινται στην έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών των μετόχων, των οποίων τα δικαιώματα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές» (άρθρο 25 §3).
Η έγκριση της απόφασης της ΓΣ, που παρέχεται με απόφαση των μετόχων της κατηγορίας που θίγεται, λαμβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 25 §3 και 4).
Ο Έλεγχος Καταχρηστικότητας
Η απόφαση για την (τακτική ή έκτακτη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Κατά τη νομολογία, η απόφαση της ΓΣ για αύξηση προσκρούει στη γενική απαγόρευση καταχρήσεως δικαιώματος βάσει του άρθρου 281 ΑΚ όταν συντρέχουν, σωρευτικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
«(α) η εταιρία να μην έχει κάποια ειδικότερη και συγκεκριμένη ανάγκη για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της,
(β) οι μέτοχοι της πλειοψηφίας να γνωρίζουν ότι οι αντίστοιχοι μέτοχοι της μειοψηφίας δεν είναι πράγματι σε θέση να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη αύξηση λόγω οικονομικής αδυναμίας και όχι λόγω απλής αντιθέσεώς τους στην αύξηση και
(γ) αποκλειστική επιδίωξη και σκοπός της πλειοψηφίας να επιτύχει διά της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου την ενίσχυση της δικής της θέσεως και την αντίστοιχη αποδυνάμωση της θέσεως της μειοψηφίας…» (ενδ.: 265/2011 ΠΠρωτΑθ και 155/1985 ΑΠ, 832/1976 ΑΠ).
Σε περίπτωση καταχρηστικότητας της απόφασης του οργάνου που την έλαβε είναι δυνατή η κατά το νόμο ακύρωσή της (άρθρα 137 επί ΓΣ και 95 επί ΔΣ).
Η Δυνατότητα Μερικής Κάλυψης
Η απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου τροποποιεί, όπως επισημάναμε ήδη, το καταστατικό της ΑΕ. Η κάλυψη της αύξησης ακολουθεί τη συγκεκριμένη τροποποίηση. Η κάλυψη, ωστόσο, ενδέχεται να μην είναι πλήρης ή και να μην λάβει καθόλου χώρα. Στην περίπτωση αυτή η αύξηση ματαιώνεται. Είναι δυνατό, πάντως, να «διασωθεί» η αύξηση όταν δεν είναι πλήρης-αρκεί στη σχετική απόφαση να προβλέπεται η συγκεκριμένη δυνατότητα (άρθρο 28).
Εφόσον λάβει χώρα μερική κάλυψη, το ΔΣ καλείται να προσαρμόσει το άρθρο του καταστατικού περί του κεφαλαίου στο ύψος της μερικής κάλυψης. Η απόφαση αυτή του ΔΣ δεν συνιστά τροποποίηση του καταστατικού.
Ο νόμος προβλέπει ότι η ως άνω απόφαση πραγματοποιείται παράλληλα με την πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου. Ωστόσο, όπως σε προηγούμενη αρθρογραφία έχουμε επισημάνει, η πιστοποίηση είναι δυνατό να συντελείται και από άλλο πρόσωπο (:ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία). Γεγονός που, εν προκειμένω, παραβλέπει ο νόμος.
Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που ανωτέρω μας απασχόλησε, είναι, σε κάθε περίπτωση, παράγοντας υγείας της εταιρείας. Η διενέργειά της, όμως, χρειάζεται, πάντοτε, προσεκτικό σχεδιασμό. Βασικές παράμετροι προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση: οι καταστατικές ρυθμίσεις, η τήρηση των (κατά το νόμο) διαδικαστικών προϋποθέσεων αλλά και οι σχετικές «στρατηγικές» επιλογές. Όλα τούτα είναι ικανά να βοηθήσουν είτε (αμιγώς) προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της εταιρείας είτε/και προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της πλειοψηφίας, τη συρρίκνωση της μειοψηφίας ή, κατά περίπτωση, την προστασία της τελευταίας. Η οπτική θα παραλλάσσει ανάλογα με το σχεδιασμό και συμφέροντα εκείνου που έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις αλλά κι εκείνου που αισθάνεται «πληττόμενος».
Οι πρόνοιες, πάντως, του νόμου είναι σημαντικές αλλά και, σε σημαντικό βαθμό, ικανές για την προάσπιση των, επιμέρους, συμφερόντων.
Ιδίως της εταιρείας.-
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Μαρτίου 2022.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.