Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον
(άρ. 165 ν. 4548/2018)
Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησαν οι μη δικαστικοί λόγοι λύσης της ΑΕ. Εκείνοι, δηλ., που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης με αντικείμενο τη λύση της. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις που για τη λύση της ΑΕ προϋποτίθεται η έκδοση δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ενεργοποιηθεί κάποιος που έχει έννομο συμφέρον (που εδώ θα μας απασχολήσουν) κι εκείνες που τη λύση, ειδικότερα, θα ζητήσει κάποιος μέτοχος.
Γενικά
Ο νομοθέτης αναθέτει στη δικαστική αρχή την εξέταση των προβλεπόμενων γεγονότων που απαριθμεί ως λόγους δικαστικής λύσης της ΑΕ, αποδεχόμενος τα υπέρτερα συμφέροντα που τίθενται υπό διακινδύνευση. Η εξέταση από το δικαστήριο λαμβάνει χώρα με πρωτοβουλία προσώπου, που αποδεικνύει έννομο συμφέρον.
Με τη σχετική διάταξη εισάγεται αναγκαστικό δίκαιο, καθώς απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι λύσης. Το προϊσχύσαν δίκαιο προέβλεπε τη δυνατότητα δικαστικής λύσης της ΑΕ, στην περίπτωση που η καθαρή θέση τής μειωνόταν κάτω από το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, δεν υφίσταται στο ισχύον νομοθέτημα, καθώς ρυθμίζεται το ζήτημα από τις διατάξεις του Κώδικα Αφερεγγυότητας (ν.4738/2020). Ο τελευταίος προβλέπει αποτελεσματικότερους μηχανισμούς αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας μίας εταιρείας, ακόμη και στο πρώιμο στάδιο της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης.
Οι Λόγοι της Δικαστικής Λύσης
(α) Μη Καταβολή του Μετοχικού Κεφαλαίου
Ο νομοθέτης ορίζει ρητά με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου το χρονικό πλαίσιο καταβολής του κεφαλαίου κατά τη σύσταση της εταιρείας. Από τον χρόνο σύστασης της εταιρείας υφίσταται προθεσμία δύο μηνών εντός των οποίων πρέπει να λάβει χώρα η πιστοποίηση καταβολής του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 20 § 6). Με την άπρακτη παρέλευση της συγκεκριμένης προθεσμίας, γεννάται λόγος δικαστικής λύσης της ΑΕ.
Σημειώνεται ότι η διάταξη αναφέρεται στην παράλειψη ολοσχερούς καταβολής του κεφαλαίου και όχι στην πιστοποίησή της ή την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Διευκρινίζεται ότι και η μερική μη καταβολή του κεφαλαίου υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης. Δεν αφορά, όμως, τη μη καταβολή της «υπέρ το άρτιο» διαφοράς η οποία, από μόνη της, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δικαστική λύση της ΑΕ.
Επισημαίνεται, πάντως, πως η μη καταβολή του κεφαλαίου θα πρέπει να συντρέχει και κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης λύσης της εταιρείας. Επομένως, η απλώς εκπρόθεσμη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου δεν συνιστά λόγο λύσης της ΑΕ.
Υπό την έννοια του μετοχικού κεφαλαίου νοείται τόσο το ελάχιστο νόμιμο όσο και το τυχόν υψηλότερο που προβλέπεται από το καταστατικό. Ο λόγος λύσης τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση της μερικής καταβολής.
(β) Έλλειψη του Ελάχιστου Νόμιμου Κεφαλαίου
Ο νόμος (άρ.15 §2) προσδιορίζει το ποσό των 25.000€ ως το ελάχιστο νόμιμο του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που πρέπει να συγκεντρωθεί κατά τη σύστασή της και να διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γνώρισμα των ΑΕ ως, κατεξοχήν, κεφαλαιουχικών εταιρειών. Η μη τήρηση της συγκεκριμένης νομοθετικής επιταγής συνιστά λόγο δικαστικής λύσης της. Αντίστοιχα και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ΑΕ σε περίπωση επαύξησης του ελάχιστου νόμιμου στο μέλλον.
(γ) Παράλειψη Υποβολής Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων Για Δύο Συνεχείς Χρήσεις
Η σύνταξη και δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποτελεί βασική υποχρέωση κάθε ΑΕ. Εφόσον παραλειφθεί η υποβολή τους για δύο συνεχόμενα διαχειριστικά έτη στην αρμόδια υπηρεσία ΓΕΜΗ, στοιχειοθετείται ο τρίτος λόγος δικαστικής λύσης της. Αδιάφορος είναι ο λόγος της παράλειψης (π.χ. η αδυναμία έγκρισής τους από τη ΓΣ ή μη σύγκλησης της ΓΣ).
Επισημαίνεται ότι κρίσιμη είναι μόνο η τήρηση της υποχρέωσης υποβολής των καταστάσεων προς καταχώριση όχι, όμως, και η δημοσίευσή τους. Ακόμα κι αν εγκρίθηκαν, εφόσον παραλείφθηκε η υποβολή τους στην αρμόδια υπηρεσία, υφίσταται νόμιμος λόγος λύσης.
Διαδικασία Δικαστικής Λύσης
Ενεργητική Νομιμοποίηση
Δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για δικαστική λύση της ΑΕ στη βάση των ανωτέρω λόγων εκείνοι που έχουν έννομο συμφέρον. Μεταξύ αυτών, αδιαμφισβήτητα, οι μέτοχοι της εταιρείας και τα μέλη του ΔΣ. Ενεργητικά νομιμοποιούνται, επίσης, και οι τρίτοι, εφόσον θα αποδείκνυαν έννομο συμφέρον. Η διάταξη σκοπεί στην προστασία όχι μόνον των μετόχων και των μελών του ΔΣ αλλά και τρίτων, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαιολογημένο συμφέρον, το οποίο εξυπηρετείται με τη λύση της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτό, αίτηση για δικαστική λύση, εφόσον αποδείξουν έννομο συμφέρον, μπορούν να υποβάλλουν οι ελεγκτές και οι δανειστές της ΑΕ. Επομένως, στην περίπτωση των τρίτων, η ενεργητική νομιμοποίησή τους δεν προκύπτει με μόνη την επίκληση της ιδιότητάς τους ή και την περιγραφή της σχέσης τους με την ΑΕ˙ θα πρέπει, επιπρόσθετα, να αποδείξουν την ύπαρξη στο πρόσωπό τους άμεσου-ειδικού εννόμου συμφέροντος (κατ’ άρ. 68 ΚΠολΔ). Διευκρινίζεται, πάντως, πως το έννομο συμφέρον δεν είναι απαραίτητο να είναι οικονομικής φύσεως ούτε και να έχει αποκλειστικά ατομικό χαρακτήρα (ΜονΕφΑθ 3248/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Το Δημόσιο (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών ή φορολογικών αρχών) δεν έχει γενική νομιμοποίηση (από τον νόμο) για υποβολή της αίτησης για δικαστική λύση της ΑΕ αλλά μόνον εφόσον αποδείξει ad hoc έννομο συμφέρον (ΠΠρΘεσσ 17046/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εκδίκαση Αίτησης
Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης για τη λύση της ΑΕ ορίζεται το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για μία υπόθεση γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά, στην οποία είναι εμφανές το στοιχείο της αντιδικίας ανάμεσα στον αιτούντα και στην ΑΕ. Ακριβώς εξαιτίας του «μη γνήσιου» χαρακτήρα της, η διαφορά υπάγεται υποχρεωτικά σε διαμεσολάβηση κατά τον ν. 4640/2019.
Ο ν. 4548/2018, πλέον, ρητά επιβάλλει την κλήση της ΑΕ, ώστε αυτή εκ του νόμου να θεωρείται «διάδικος». Έτσι, η αίτηση δικαστικής λύσης της θα πρέπει, αφενός, να στρέφεται και κατά της ίδιας της ΑΕ ως διαδίκου, και, αφετέρου, να της επιδίδεται με κλήση προς συζήτηση.
Προσοχή πρέπει να δοθεί στην περίπτωση που αιτούντες της δικαστική λύση είναι τα μέλη του ΔΣ της εταιρείας. Απαραίτητος θα είναι, τότε, ο διορισμός προσωρινής διοίκησης κατά τα άρ. 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ-αποκλειστικά προς τον σκοπό διεξαγωγής της επίμαχης δίκης. Κι αυτό, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση εντοπίζεται «σύγκρουση συμφερόντων» μεταξύ του ΔΣ και του νομικού προσώπου που διοικεί.
Προθεσμία Άρσης των Λόγων Λύσης
Από τη στιγμή που διαγιγνώσκεται η συνδρομή όλων των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων δικαστικής λύσης, το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει τη λύση της ΑΕ. Ο δικαστής, ωστόσο, διαθέτει διακριτική ευχέρεια για χορήγηση «εύλογης προθεσμίας» για την άρση των λόγων λύσης της. Δικαιολογημένα παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης μη οριστικής απόφασης που παρέχει στην ΑΕ ένα χρονικό περιθώριο επανόρθωσης. Η δικαστική λύση είναι προφανώς ένα ιδιαίτερα επαχθές μέτρο και η καταφυγή σε αυτήν μόνον ως «ultima ratio» θα πρέπει να επιλεγεί για τον δικαστή. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να διαρκεί από δύο έως τέσσερις μήνες, χωρίς δυνατότητα παράτασης. Για τη μη χορήγηση της απαιτείται ειδική αιτιολογία˙ για ποιο λόγο, δηλ. ο δικαστής κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο και ο λόγος λύσης δε είναι δυνατό να θεραπευθεί. Παράλληλα με τη χορήγηση της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι δυνατό ο δικαστής να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων (διορισμό προσωρινής διοίκησης, χορήγηση δικαιώματος σύγκλησης της ΓΣ σε ορισμένους μετόχους).
Έκδοση Δικαστικής Απόφασης
Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας έχει ισχύ erga omnes («έναντι πάντων»). Αμφισβήτηση δημιουργείται ως προς τον ακριβή χρόνο έναρξης των εννόμων συνεπειών της δικαστικής απόφασης. Με δεδομένο ότι ακολουθείται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τα έννομα αποτελέσματα της δικαστικής λύσης υποστηρίζεται ότι πρέπει να επέλθουν, άμεσα, με την έκδοση της οριστικής απόφασης. Ορθότερη, πάντως, θα πρέπει να θεωρηθεί η άποψη, ότι λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα, η δικαστική λύση της ΑΕ θα πρέπει να εξαρτηθεί από τη τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, καθώς ως (δραματικά) δραστικό μέτρο απαιτεί αυξημένο βαθμό δικονομικής ωριμότητας.
Η λύση της ΑΕ δεν συνιστά συμβατική, μόνον, ευχέρεια των μετόχων. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (μη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, έλλειψη του ελάχιστου νόμιμου κεφαλαίου και παράλειψη υποβολής χρηματοοικονομικών καταστάσεων για δύο συνεχείς χρήσεις) είναι δυνατή η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο για κείνον (μέτοχο, μέλος του ΔΣ, ελεγκτή, δανειστή ή τρίτο) που θα δικαιολογήσει σχετικό έννομο συμφέρον. Ειδικά όμως, επί υπάρξεως σπουδαίου λόγου, ο νόμος παρέχει δικαίωμα στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου να ζητήσουν, αυτοτελώς, τη λύση της ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).