Παρακολούθηση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας εργαζομένων
Ηλεκτρονική αλληλογραφία εργαζομένων. Η παρακολούθηση της είναι ανοσιούργημα μέγα ή νομικώς ανεκτή ευχέρεια του εργοδότη;
Ι. Προοίμιο
Μιλήσαμε ήδη για τη λειτουργία συστημάτων τύπου “Big Brother” στους εργασιακούς χώρους. Τη δυνατότητα (;) των επιχειρήσεων να παρακολουθούν τους εργαζόμενούς τους. Τη Χρήση Συστημάτων Οπτικής Καταγραφής στους Χώρους Εργασίας. Τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται αυτή ανεκτή με βάση την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία. Την αντιμετώπιση των υπερβάσεων από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Τι γίνεται όμως με την ηλεκτρονική αλληλογραφία των εργαζομένων;
Ο εργαζόμενος δικαιούται, άραγε, να διακινεί παρανόμως απόρρητα της επιχείρησης μέσω του email που η ίδια του έχει παράσχει;
Ο εργοδότης δικαιούται να προστατευθεί από τον παρανομούντα εργαζόμενό του;
Ή, μήπως, υπερτερεί το (απόλυτο;) δικαίωμα του εργαζόμενου στο απόρρητο που αφορά στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του;
ΙI. Η «πληροφοριακή αυτοδιάθεση» του εργαζόμενου
Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει διάφορα σημαντικά χαρακτηριστικά. Συνυφασμένο με τη λειτουργία της είναι εκείνο της συλλογής και επεξεργασίας από τον εργοδότη πλήθους πληροφοριών που αφορούν τον εργαζόμενο. Οι πληροφορίες αυτές αποτελούν, το δίχως άλλο, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Ο εργαζόμενος διαθέτει, σε ένα πρώτο επίπεδο, το δικαίωμα «του πληροφοριακού αυτοπροσδιορισμού» ή «πληροφοριακής αυτοδιάθεσης». Το δικαίωμα, δηλαδή, να αποφασίζει ο ίδιος για την αποκάλυψη, διάθεση και χρησιμοποίηση των προσωπικών του στοιχείων. Το δικαίωμα αυτό έχει έρεισμα συνταγματικό. Και τούτο γιατί αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της προστασίας της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 Σ.) και των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Σ.). Η προσωπική ζωή προστατεύεται, επιπρόσθετα, και από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Το ενδεχόμενο προσβολής της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του εργαζομένου παρουσιάζεται περισσότερο πιθανό από ποτέ. Οι τεχνολογικές εξελίξεις παρέχουν στον εργοδότη σημαντικές ευχέρειες διείσδυσης στην ιδιωτική ζωή των εργαζομένων του. Οι παραδοσιακές μορφές εξαρτημένης εργασίας φθίνουν, δίνοντας τη θέση τους σε νέες, ευέλικτες μορφές (ενδ.: τηλεργασία). Η παροχή εργασίας συνδέεται, άρρηκτα κάποιες φορές, με τη χρήση laptop, ταμπλετών, «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων. Με τεχνολογικά μέσα ή/και τεχνολογικές δομές του ίδιου του εργαζομένου. Τα όρια της ιδιωτικής και της επαγγελματικής ζωής των εργαζομένων έχουν αποδειχθεί, ήδη, ρευστά και δυσδιάκριτα.
Ο εργαζόμενος απολαμβάνει, μέσω της τεχνολογίας, ευελιξία στην παροχή της εργασίας του. Μέσω της ίδιας τεχνολογίας όμως είναι που παρέχεται στον εργοδότη και η δυνατότητα πολυεπίπεδων ελέγχων του (του εργαζόμενου).
Μια από τις δυνατότητες ελέγχου του εργαζομένου είναι και η παρακολούθηση που αφορά στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του.
ΙII. Ηλεκτρονική αλληλογραφία εργαζομένων: η προστασία(;) του περιεχομένου των μηνυμάτων
Η δυνατότητα παρακολούθησης (ή μη) του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εργαζομένου αποτελεί αντικείμενο μεγάλης νομικής συζήτησης. Διχογνωμίες έχουν διατυπωθεί ακόμα και για την εφαρμοστέα συνταγματική διάταξη.
Η ηλεκτρονική αλληλογραφία, σε ένα πρώτο επίπεδο, εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών (19 Σ.). Η προστασία του συγκεκριμένου απορρήτου δεν αφορά μόνο τις έγχαρτες επιστολές. Καταλαμβάνει και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας. Τέτοια αποτελούν και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), τα οποία αποτελούν τη σύγχρονη μορφή των επικοινωνιών.
Οι διχογνωμίες στο νομικό κόσμο σχετικά με την προστασία της συγκεκριμένης ηλεκτρονικής επικοινωνίας αφορούν, προεχόντως, το εύρος της. Κατά την κρατούσα γνώμη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου αφορά το στάδιο της επικοινωνίας. Ξεκινά δηλαδή με τον χρόνο της αποστολής της και λήγει με το «άνοιγμα» της από μέρους του παραλήπτη. Αντίθετα, κατά τη μη κρατούσα άποψη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εκτείνεται και μετά τη λήξη της επικοινωνίας. Εκτείνεται δηλαδή μέχρις ότου οι επικοινωνούντες εκφράσουν αντίθετη βούληση. Μέχρις ότου πάψουν να επιθυμούν τη διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα της επικοινωνίας.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2017) ήρθε να ενισχύσει την προαναφερθείσα, κρατούσα στη θεωρία, άποψη. Τη συγκεκριμένη απόφαση έχουμε ήδη αναλύσει στο πλαίσιο αρθρογραφίας μας (:Επιχειρήσεις και Εμπιστευτικότητα). Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι πως η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε κατά πλειοψηφία. Μειοψηφούντες; Μόλις ένας εκ των αεροπαγιτών.
Η κρατούσα άποψη δεν στερείται εννόμων συνεπειών.
Βάσει αυτής, τα ηλεκτρονικά μηνύματα προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών, μόνο κατά τη διεξαγωγή της εκάστοτε επικοινωνίας (άρθρο 19 Σ.). Μετά την ολοκλήρωσή της, τα μηνύματα αυτά εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο των άρθρων 9 και 9Α Σ. Τούτο αφορά την περίπτωση που ο αποστολέας ή ο παραλήπτης διατηρούν τα ηλεκτρονικά μηνύματα. Είτε εκτυπωμένα είτε στον ηλεκτρονικό τους υπολογιστή χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης.
Ως εκ τούτου, τα ηλεκτρονικά μηνύματα, από την ολοκλήρωση της επικοινωνίας προστατεύονται ως στοιχείο της ιδιωτικής ζωής και ως προσωπικά δεδομένα του εργαζομένου.
IV. Η απόλυτη(;) προστασία των επικοινωνιών και ηλεκτρονικής αλληλογραφίας
Από την αποστολή της (ηλεκτρονικής) αλληλογραφίας μέχρι το άνοιγμα της από τον παραλήπτη της μιλάμε για προστασία απόλυτη. Και τούτο γιατί εμπίπτει στην (αντίστοιχα) απόλυτη προστασία του απορρήτου των επικοινωνικών (άρθρο 19 §1 Σ.). Στην περίπτωση αυτή η παρακολούθηση του περιεχομένου της είναι δυνατή, αποκλειστικά, ύστερα από άδεια Δικαστικής Αρχής. Η συγκεκριμένη άδεια παρέχεται όταν επιβάλλεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Σε καμιά άλλη περίπτωση.
Οι αυστηρές αυτές προϋποθέσεις αφορούν το περιεχόμενο, μόνον, των ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Όχι όμως και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (λ.χ. χρόνος αποστολής και λήψης των e-mails, στοιχεία αποστολέα και αποδέκτη κ.ο.κ.). Η καταγραφή και επεξεργασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας είναι, σε ένα πρώτο επίπεδο, νόμιμη για τον εργοδότη. Τα όρια τους προσδιορίζονται με βάση νομικές παραμέτρους: τις αρχές της αναλογικότητας και του σκοπού.
Επομένως: Το απόρρητο του περιεχομένου της αλληλογραφίας (ηλεκτρονικής ή μη) είναι απόλυτα απαραβίαστο. Μόνον η Δικαστική Αρχή μπορεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να το άρει.
Η συγκεκριμένη, απόλυτη προστασία, δεν συναντάται στα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Παρά το γεγονός ότι είναι, κι αυτά, συνταγματικώς προστατευόμενα.
V. Επικοινωνίες και ηλεκτρονική αλληλογραφία: η σχετική, εν τέλει, προστασία τους
Η ηλεκτρονική αλληλογραφία που διενεργείται από εταιρική διεύθυνση (ή, γενικά, από χώρο εργασίας) είναι δυνατό θεωρηθεί πως αναφέρεται στην ιδιωτική ζωή του εργαζομένου.
Η σχετική αλληλογραφία φαίνεται (και είναι) στενά συνδεδεμένη με την επιχειρηματική δραστηριότητα του εργοδότη. Παραμένει, εντούτοις, ιδιωτική καθώς αποβλέπει στην εξυπηρέτηση προσωπικών υποθέσεων ή/και συμφερόντων του εργαζομένου. Ακόμη κι όταν λαμβάνει χώρα σε βάρος του εργοδότη. Ο εργαζόμενος έχει μια νόμιμη, σε ένα πρώτο επίπεδο, προσδοκία προστασίας της ιδιωτικής του ζωής στον τόπο εργασίας. Η συγκεκριμένη, μάλιστα, προσδοκία δεν αίρεται από το γεγονός ότι ο εργαζόμενος χρησιμοποιεί εξοπλισμό, συσκευές επικοινωνιών υποδομές και εγκαταστάσεις του εργοδότη.
Γίνεται δεκτό πως η ηλεκτρονική αλληλογραφία του εργαζομένου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 9 Σ. και 8 ΕΣΔΑ.
Γίνεται επίσης δεκτό πως η ηλεκτρονική αλληλογραφία και οι περιεχόμενες σε αυτή πληροφορίες, αποτελούν προσωπικά δεδομένα και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9Α Σ.
Ωστόσο, τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτα.
Μπορεί να περιορισθούν αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Το σημαντικότερο: όταν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα άλλων. (Πάντοτε υπό την προϋπόθεση πως οι συγκεκριμένοι περιορισμοί προβλέπονται από το Σύνταγμα ή το νόμο. Και, αυτονοήτως, τη μη παραβίαση της αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.).
VΙ. Η προστασία των e–mails ως προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων
Ανεξάρτητα από τη συνταγματική τους προστασία, τα προσωπικά δεδομένα εξασφαλίζονται και από ειδικότερο νομοθέτημα.
Προκειμένου να κριθεί ως νόμιμη η παρακολούθηση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων των εργαζομένων και εν γένει τα προσωπικά δεδομένα που περιέχονται σ’ αυτά, πρέπει να πληρούνται και οι προϋποθέσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (:Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων-GDPR/ΓΚΠΔ).
Ο ΓΚΠΔ απαριθμεί τις περιπτώσεις που η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων είναι σύννομη. Αυτό συμβαίνει, εάν και εφόσον ισχύει κάποια από τις προϋποθέσεις που ρητά, συγκεκριμένα και περιοριστικά θεσπίζει το άρθρο 6 §1 και (προκειμένου για προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγοριών) το άρθρο 9 §2 ΓΚΠΔ.
Η επεξεργασία στο πλαίσιο της απασχόλησης, ωστόσο, παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που δεν συναντώνται σε άλλες σχέσεις. Ιδιαιτερότητες που απορρέουν από την ιδιάζοντα χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης.
Στο πλαίσιο αυτό ο ΓΚΠΔ παρέχει στα κράτη-μέλη (:άρθρο 88) την ευχέρεια για θέσπιση ειδικών κανόνων κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης. Βάσει της συγκεκριμένης ευχέρειας, ο εθνικός νομοθέτης προέβλεψε στον εφαρμοστικό νόμο (:4624/2019) το άρθρο 27. Η συγκεκριμένη διάταξη αφορά, ακριβώς, «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των σχέσεων απασχόλησης».
V. Ηλεκτρονική αλληλογραφία εργαζομένων: προϋποθέσεις του σύννομου της παρακολούθησης
Προκειμένου να αξιολογηθεί ως νόμιμη η παρακολούθηση των emails των εργαζομένων, θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
1. Ηλεκτρονική αλληλογραφία εργαζομένων: το έννομο συμφέρον του εργοδότη
Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του εργαζομένου από τον εργοδότη είναι νόμιμη, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Μία από τις προϋποθέσεις αυτές είναι η επεξεργασία να είναι απαραίτητη για τους σκοπούς επιδίωξης των εννόμων συμφερόντων του υπεύθυνου επεξεργασίας (του εργοδότη εν προκειμένω-άρθρο 6 §1 περ. στ΄ ΓΚΠΔ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πάντοτε βέβαια με γνώμονα τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, δεν υπερισχύουν το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων (:εργαζόμενου) που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα.
Η ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος του εργοδότη μπορεί, μεταξύ άλλων, να συνίσταται στην από μέρους του άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος. Από το συγκεκριμένο δικαίωμα, εξάλλου, είναι που απορρέουν οι παρεπόμενες υποχρεώσεις πίστης προς αυτόν. Στο πλαίσιο αυτό, ο εργοδότης μπορεί να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του προς επεξεργασία δεδομένων των εργαζομένων του σε πλήθος λόγων. Ενδεικτικά: η πρόληψη και ο έλεγχος διαρροής τεχνογνωσίας, εμπιστευτικών πληροφοριών, εμπορικών & επιχειρηματικών απορρήτων. Επίσης: η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης με την εγκαθίδρυση μηχανισμού ελέγχου των εργαζομένων. Τέλος: η προστασία της επιχείρησης και της περιουσίας της από σημαντικές απειλές, όπως η διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών σε ανταγωνιστές ή η εξασφάλιση αποδείξεων για τυχόν εγκληματικές δράσεις του εργαζομένου.
2. Ηλεκτρονική αλληλογραφία εργαζομένων: Η συγκατάθεση του εργαζομένου(;)
Αποτελούσε ζήτημα κατά πόσο η νομιμότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων μπορούσε να βασιστεί στη συγκατάθεση του εργαζομένου (άρθρο 6 §1 περ. α΄ ΓΚΠΔ).
Η εργασιακή σχέση είναι, από τη φύση της, σχέση ανισότητας μεταξύ των μερών. Ως εκ τούτου τίθεται εν αμφιβόλω, αν η συγκατάθεση του εργαζομένου αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησής του. Κι ακόμα περισσότερο αν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον χαρακτηρισμό, ως σύννομης, της επεξεργασίας των δεδομένων του από τον εργοδότη.
Άρθρο 27 §2 ν. 4624/2019
Η διάταξη του άρθρο 27 §2 ν. 4624/2019 προβλέπει για το θέμα αυτό:
«Στην περίπτωση που η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένου έχει κατ’ εξαίρεση ως νομική βάση τη συγκατάθεσή του, για την κρίση ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κυρίως:
α) η υφιστάμενη στη σύμβαση εργασίας εξάρτηση του εργαζομένου και
β) οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες χορηγήθηκε η συγκατάθεση. Η συγκατάθεση παρέχεται είτε σε έγγραφη είτε σε ηλεκτρονική μορφή και πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τη σύμβαση εργασίας. Ο εργοδότης πρέπει να ενημερώνει τον εργαζόμενο είτε σε έγγραφη είτε σε ηλεκτρονική μορφή σχετικά με τον σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμά του να ανακαλέσει τη συγκατάθεση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του ΓΚΠΔ.».
ΑΠΔΠΧ – απόφαση υπ’ αριθμ. 26/2019
Η συναίνεση των εργαζομένων, αποτελεί όμως την κατάλληλη νομική βάση για την επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα; Και, ειδικότερα, του ελέγχου των ηλεκτρονικών τους επικοινωνιών; Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ασχολήθηκε με το θέμα με την υπ’ αριθμ. 26/2019 απόφασή της. Η (ιδιαίτερα σημαντική) απόφαση αυτή μας απασχόλησε εκτενώς σε προγενέστερη αρθρογραφία μας αναφορικά με την έναρξη επιβολής προστίμων από μέρους της ΑΠΔΠΧ στο πλαίσιο του GDPR.
Η σημαντικότερη παραδοχή της: Η συγκατάθεση του εργαζόμενου (:άρθρο 6 §1 περ. α΄ ΓΚΠΔ) δεν συνιστά ούτε επαρκή ούτε την κατάλληλη νομική βάση για την επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο ελέγχου των ηλεκτρονικών του επικοινωνιών. Αντίστοιχα και η εκτέλεση της σύμβασης εργασίας (:άρθρο 6 §1 εδ. β’ ΓΚΠ∆) δεν συνιστά κατάλληλη νομική βάση. Και τούτο γιατί ενδέχεται, ανάλογα με τη φύση της απασχόλησης, η σχετική επεξεργασία να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας.
Επομένως:
Η ύπαρξη και επίκληση των νόμιμων συμφερόντων του εργοδότη είναι δυνατό να αποτελέσουν τη βάση για τη σύννομη επεξεργασία και νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων των εργαζομένων.
3.
Ηλεκτρονική αλληλογραφία εργαζομένων: Οι υποχρεώσεις του εργοδότη
Ο εργοδότης οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να εκπληρώσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, πριν προβεί στην παρακολούθηση που αφορά στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του εργαζομένου του.
Το ΕΔΔΑ, η ΑΠΔΠΧ και η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29, εκδίδοντας αποφάσεις και γνώμες αντίστοιχα, έχουν διαμορφώσει το πλαίσιο των σχετικών προϋποθέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό έχει ειδικότερα κριθεί πως δεν συνιστά νόμιμο λόγο επιτήρησης ή ελέγχου των προσωπικών δεδομένων του εργαζομένου η χρήση από τον εργαζόμενο ηλεκτρονικού υπολογιστή: (α) που ανήκει στον εργοδότη και (β) για τον οποίο έχει προηγουμένως ρητά ενημερωθεί πως απαγορεύεται να τον χρησιμοποιήσει για μη επαγγελματικούς λόγους.
Αντίθετα, απαιτείται ειδικότερη ενημέρωσή του (:ΕΔΔΑ, Bărbulescu v. Romania). Στο πλαίσιο αυτό οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ενημερώνονται, εκ των προτέρων, για τον τυχόν έλεγχο και την παρακολούθηση των προσωπικών τους δεδομένων κατά τρόπο σαφή και πρόσφορο. Επίσης: για τον σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων τους.
Κι όλα τούτα δεν μοιάζουν αρκετά. Όταν ο εργοδότης επιτηρεί τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες του εργαζομένου δεν αρκεί να τηρεί όσα από τη νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιβάλλονται ώστε να είναι νόμιμη και δικαιολογημένη. Θα πρέπει να προχωρά και σε ένα ακόμα βήμα-επόμενο της σχετικής ενημέρωσης των εργαζομένων.
Ο εργοδότης θα πρέπει, επιπρόσθετα, να θέτει υπόψη του εργαζόμενου εύληπτη, σαφή και ακριβή δήλωση της Πολιτικής και των Διαδικασιών Επιτήρησης. Οι σχετικές προϋποθέσεις θεωρείται ότι πληρούνται, όταν στην εργοδότρια επιχείρηση υπάρχει εσωτερικός Κανονισμός για την ορθή χρήση και λειτουργία του δικτύου πληροφορικής και επικοινωνιών από τους εργαζομένους (παραδοχή που επιβεβαιώνει και η ΑΠΔΠΧ και στην υπ’ αριθμόν 43/2019 απόφασή της). Ένας τέτοιος Κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την απαγόρευση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων για προσωπικό σκοπό. Επίσης τη δυνατότητα παρακολούθησης των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών μέσων από των εργοδότη. Τέλος τις προϋποθέσεις, το σκοπό, τη φύση και την έκταση της παρακολούθησης αυτής.
VI. Εν κατακλείδι
H επιχείρηση δικαιούται να έχει πρόσβαση στην ηλεκτρονική αλληλογραφία των εργαζομένων της. Όχι για να παρακολουθεί την προσωπική τους ζωή (ως άλλος Big Brother) ούτε εκ λόγων περιεργίας.
Το συγκεκριμένο δικαίωμα της επιχείρησης τελεί, αυτονοήτως, υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Εφόσον αυτές τηρούνται ούτε η επιχείρηση εγκληματεί ούτε οι διοικούντες διαπράττουν κάποιο (ελάχιστο έστω) ανοσιούργημα.
Το αντίθετο μάλιστα!
Εκείνοι που ασκούν διοίκηση σε μια επιχείρηση δικαιούνται, αυτονοήτως, να προστατεύσουν τα νόμιμα συμφέροντά της. Ορθότερα: οφείλουν, λόγω της ιδιότητάς τους, να το πράξουν.
Πρόδηλο είναι, εξάλλου, πως οι εργαζόμενοι που παρανομούν δεν μπορεί να είναι, άξιοι προστασίας…
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Φεβρουαρίου 2020.
Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.